Ήταν ένα θαυμάσιο αλλά παράξενο πλοίο εκείνο το παλιόσκαρο.
Δεν είχε έναν αλλά δυο καπεταναίους και μάλιστα κουρσάρους!
Ο ένας φωνακλάς με μουστάκι και κοτσίδα κι ο άλλος λιγομίλητος και αεικίνητος, με πυκνά,σγουρά μούσια.
Παράξενοι κι οι επιβάτες. Κάθονταν στην κουπαστή με ακουμπισμένους τους αγκώνες πάνω στο γυαλιστερό,σκούρο ξύλο, το κεφάλι χωμένο ανάμεσα στους ώμους και τα μάτια τους κοιτούσαν θολωμένα μια χρυσή θάλασσα από οινόπνευμα και γυάλινους υφάλους. Όσο περνούσε η ώρα, τα κύματα χυνόταν μέσα τους και τους ζάλιζαν. Οι ταξιδιώτες υπνωτίζονταν, τα πρόσωπα τους θάμπωναν και στρέφονταν για ν’ ανταλλάξουν αλμυρές κουβέντες και υγρά φιλιά.
Το δρομολόγιο ξεκινούσε κάθε αργά, μεσάνυχτα κοντά και κρατούσε ίσαμε το ξημέρωμα και βάλε. Κανείς ποτέ δεν είχε ιδέα για που τράβαγαν, ούτε κι οι καπεταναίοι. Μα το πλοίο γνώριζε καλά που πήγαινε και κάθε φορά η αποβίβαση στο ημίφως του πρωϊνού, ήταν γεμάτη ευτυχείς, λυπημένους και πότες.
Μερικοί δε γύρισαν ποτέ από κείνα τα ταξίδια. Ακόμη κι ο ένας από τους καπεταναίους μια βραδιά βουτηξε από μια κουπαστή και τον χάσανε για πάντα. Δε μάθανε ποτέ γιατί. Μάλλον τον κούρασαν τα πολλά μπάρκα.
Στο τέλος και το πλοίο φούνταρε. Κανείς δεν πνίγηκε από κείνο ναυάγιο, μα κανείς δε γλίτωσε κιόλας.
Κανείς δεν πέθανε ποτέ ωραίε μου εαυτέ.
Με αγάπη σε όλους τους συνταξιδιώτες.
Μα πιο πολύ στο Νίκο, τον Αλέκο, στην Αλεξάνδρα, στον Παντελή, στον Ηλία, στο «Ταλέντο», στον «Παπίου» και στον «Χριστόδουλο».
* (Επιβατηγό - Πλωτή δεξαμενή)
Μα πιο πολύ στο Νίκο, τον Αλέκο, στην Αλεξάνδρα, στον Παντελή, στον Ηλία, στο «Ταλέντο», στον «Παπίου» και στον «Χριστόδουλο».
* (Επιβατηγό - Πλωτή δεξαμενή)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου