Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

P/S – FDD Cecilia*


Ήταν ένα θαυμάσιο αλλά παράξενο πλοίο εκείνο το παλιόσκαρο.
Δεν είχε έναν αλλά δυο καπεταναίους και μάλιστα κουρσάρους!
Ο ένας φωνακλάς με μουστάκι και κοτσίδα κι ο άλλος λιγομίλητος και αεικίνητος, με πυκνά,σγουρά μούσια.
Παράξενοι κι οι επιβάτες. Κάθονταν στην κουπαστή με ακουμπισμένους τους αγκώνες πάνω στο γυαλιστερό,σκούρο ξύλο, το κεφάλι χωμένο ανάμεσα στους ώμους και τα μάτια τους κοιτούσαν θολωμένα μια χρυσή θάλασσα από οινόπνευμα και γυάλινους υφάλους. Όσο περνούσε η ώρα, τα κύματα χυνόταν μέσα τους και τους ζάλιζαν. Οι ταξιδιώτες υπνωτίζονταν, τα πρόσωπα τους θάμπωναν και στρέφονταν για ν’ ανταλλάξουν αλμυρές κουβέντες και υγρά φιλιά.
Το δρομολόγιο ξεκινούσε κάθε αργά, μεσάνυχτα κοντά και κρατούσε ίσαμε το ξημέρωμα και βάλε. Κανείς ποτέ δεν είχε ιδέα για που τράβαγαν, ούτε κι οι καπεταναίοι. Μα το πλοίο γνώριζε καλά που πήγαινε και κάθε φορά η αποβίβαση στο ημίφως του πρωϊνού, ήταν γεμάτη ευτυχείς, λυπημένους και πότες.
Μερικοί δε γύρισαν ποτέ από κείνα τα ταξίδια. Ακόμη κι ο ένας από τους καπεταναίους μια βραδιά βουτηξε από μια κουπαστή και τον χάσανε για πάντα. Δε μάθανε ποτέ γιατί. Μάλλον τον κούρασαν τα πολλά μπάρκα.
Στο τέλος και το πλοίο φούνταρε. Κανείς δεν πνίγηκε από κείνο ναυάγιο, μα κανείς δε γλίτωσε κιόλας.
Κανείς δεν πέθανε ποτέ ωραίε μου εαυτέ.

Με αγάπη σε όλους τους συνταξιδιώτες.
Μα πιο πολύ στο Νίκο, τον Αλέκο, στην Αλεξάνδρα, στον Παντελή, στον Ηλία, στο «Ταλέντο», στον «Παπίου» και στον «Χριστόδουλο».


* (Επιβατηγό - Πλωτή δεξαμενή)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο ...

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α...