Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ομελέτα με τζιτζίκια


- Ήντα κάνεις ετουδά χωσμένος μπρε συ;
Βγήκα απογοητευμένος από την κρυψώνα μου κάτω από την πέτρινη σκάλα.
Ήμουνα σίγουρος ότι το κοπέλι που τα φυλούσε δε θα φανταζόταν ποτέ ότι είχα κρυφτεί σε κατοικημένο σπίτι, ούτε και η γριά που το κατοικούσε θα μ' έπαιρνε χαμπάρι.
Στην δεύτερη εκτίμηση έπεσα έξω.
- Ήταν γυρεύεις παιδί μου επαέ στο ξενο σπίτι, ξαναρώτησε αλλά στη φωνή της δεν διέκρινα ίχνος θυμού. Είχε καταλάβει ότι παίζαμε κρυφτό. Σήκωσα τα μάτια και την κοίταξα. Ένα πονηρούτσικο χαμόγελο είχε αρχίσει να δροσίζει τα σακουλιασμενα μάγουλα. Αυτό το  χαμόγελο πρέπει να το είχε από κοριτσάκι. Έτσι είναι, όσο και να γεράσει κανείς, κάτι μένει στη μορφή του από τα παλιά, αλλιώς μένει ορφανός κι ασύνδετος, χωρίς σημείο αναφοράς στο νεο άνθρωπο που υπήρξε πριν από εκείνον.
Χαμογέλασα λοιπόν κι εγώ σκεφτόμενος την απάντηση που θα της έδινα. Όρθωσα το μπέτη μου για να πάρω ύψος, έβαλα τους αντίχειρες στην αγκράφας της ζώνης του κοντού παντελονιού και ανακοίνωσα υπερηφάνως:
- Κυνηγώ τζιτζίκους θειά Ολυμπία και παραφυλώ επαέ εδά που πέφτει ο ήλιος και θα τελειώσουνε το τζιτζίρισμα, να 'ρθουνε για ύπνο και να τσοι τσακώσω ούλους μαζί.
Σοβάρεψε ευθύς.
- Αλήθεια κυνηγάς τζιτζίκους;
Αμάν, σκέφτηκα, δεν το έχαψε. Θα πάει αύριο να τα πει τση μάνας μου, κι όχι μόνο παραβάτης ξένης ιδιοκτησίας αλλά και ψεύτης κι απατεώνα. Σίγουρα η λυπητερή συνέχεια της ιστορίας θα δινότανε με τη μουρνόβιτσα. Τώρα όμως που ξεκίνησα δεν υπήρχε γυρισμός.
- Αλήθεια θεια Ολυμπία. Ούλο το χωριό γυρίζω και τση μαζώνω.
- Και ήντα τσοι κάνεις άμα τσοι πιάσεις;
- Τσοι πουλώ θεια Ολυμπία. Με το κιλό.
- Και ποιός τσ'αγοράζει μπρε χαραμπάτη;
- Οι αθρώποι θειά Ολυμπία, οι χωργιανοί.
- Και ήντα μπρε κακορίζικε τσοι κάνουνε τσοι τζιτζίκους οι αθρώποι;
- Τσοι τρώνε θεια Ολυμπία!
Να το πάλι το δροσερό χαμόγελο μαζί με ένα ζωηρό σταυροκόπημα:
- Ο Θεός να σε βλέπει κοπέλι μου και δεν εκάτεχα ήντα 'θελα φάω απόψε. Άμε παντέξουρο και μάζωξέ μου δυο κιλά και φέρε μου τα γλήγορα!
- Ήντα θα τσοι κάμεις θειά τόσους τζιτζίκους θεια Ολυμπία;
- Θα τσοι φάω κοπέλι μου, απού πεινώ. Άμε παιδί μου κι εγώ θα σου τσοι πλερώσω χίλιες δραχμές το κιλό.
Ποιός δούλευε ποιόν τώρα;
- Εντάξει θειά, πάω.
- Καλό κυνήγι παιδί μου.
Ε ρε δούλεμα. Στράφηκε προς την πόρτα αλλά ξάφνου σα να θυμήθηκε κάτι και σταμάτησε.
- Άκου να σου πω, μια που θα πας, για να κάμεις και πιο γλήγορα να πας εκέ στοι συκιές απού ναι οι ξεραμενοι τζιτζίκοι γιατί οι άλλοι με πειράζουνε.
Φοβήθηκε φαίνεται μην πάρω αμπάριζα και ξεκάνω όλα τα τζιτζίκια του χωριού.
- Εντάξει θειά Ολυμπία. Δυο κιλά ξεραμένους τζιτζίκους.
Μερικά καλοκαίρια αργότερα παρέα με άλλα κοπέλια περνάγαμε ένα απόγευμα από την πόρτα της πηγαίνοντας να κλέψουμεχλωρά ρεβύθια. Είχαν βγάλει μαζί με κάτι γειτόνισες καρέκλες έξω, και απολάμβαναν κουβεντιάζοντας το βοριαδάκι, που περνούσε από τη μεσοχωριά και ανακούφιζε τον κόσμο από το ολοήμερο βράσιμο του Αυγούστου.
Με υποδέχτηκε με κείνο το πονηρούτσικο χαμόγελο των νειάτων της:
- Έφερες πράμα να φάω;
- Εμάζωξα οψάργας θεια κιας τρία κιλά τζιτζίκους πρώτο μπράμα.
- Κι είναι καλά ξεραμένοι παιδί μου;
- Πιο τραγανοί κι από γαριδάκια θειά Ολυμπία.
- Φέρε μου παιδί μου οντέ θα ξαναπεράσεις ένα κιλό να τσοι κάμω με τ'αυγά.
- Α θέλεις κι αυγά θειά Ολυμπία έχω να σου φέρω από σπουργίτες.
- Όι παιδί μου έχω τα φυτεμένα στο σώχορο και τα κόβο και τρώω.

Οι γειτόνισσες και τα υπόλοιπα κοπέλια μας άκουγαν παραξενεμένοι.

Όπως φεύγαμε γυρίζει και μου κάνει ο ένας από τη συμμορία:
"Μα ήντα μαλακίες έλεγες πάλι μρε Κατσαντρέ;"








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η κηδεία και η βάφτιση του Λοχία Φώλκερ

    Φραγκφούρτη, τέλη 20ου αιώνα. Το σελφ-σέρβις ήταν γεμάτο από πελάτες που όπως κι εγώ εργάζονταν σε κάποια από τις γύρω εταιρίες. Αφού άδειαζαν   βιαστικά το πιάτο τους, άλλοι το ξαναγέμιζαν από τον μπουφέ   κι άλλοι όχι, ρούφαγαν με ικανοποίηση το εθνικό ποτό της Γερμανίας δηλαδή νερό με μπουρμπουλήθρες -οι πιο μερακλήδες έπαιρναν κόκα-κόλα,   κι έφευγαν για να επιστεγάσουν τη μεσημεριάτικη   απόλαυση με ένα τσιγαράκι και κάμποσα ρεψίματα πριν επιστρέψουν στα γραφεία τους. Δεν ήταν συνηθισμένο να πίνεις αλκοόλ στο Mittagspause   αλλά εγώ δεν είχα σκοπό να ανταγωνιστώ την αξιοθαύμαστη εγκράτεια των κατοίκων της χώρας που είχε την τιμή να με φιλοξενεί, και όπως πάντα απολάμβανα μια παγωμένη μπυρίτσα, πρώτον για να ηρεμήσει το πνεύμα μου από τον εργασιακό τάραχο και δεύτερον για να προετοιμάσω κατάλληλα το στομάχι μου για την επόμενη μπυρίτσα. Αντιλήφθηκα κάποια βλέμματα αποδοκιμασίας αλλά με παράτησαν γρήγορα καθώς ήξεραν ότι με όσες μπύρες και να ...

Το πορτρέτο της Μαρίνας

Ήταν η πριγκίπισσα του χωριού. Μοναχοκόρη του μεγαλοκτηματία, εμπόρου, μεταπράτη, μεσίτη, τοκογλύφου, πολιτευτή και τι δεν ήταν ο ο μπαμπάς της, κυρίου Θεοδώρου,  που είχε καταφέρει να αυγατίσει την ήδη μεγάλη περιουσία του πατρός του και να γίνει ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του τόπου του. Η σύζυγός του και μητέρα της η Ασπασία, ήταν μια ευειδής αλλά κάπως τροφαντή μοσχαναθρεμένη κόρη μεγαλεμπόρου ζωοτροφών (συνεργάτη του κυρίου Θεόδωρου), που όσο η τρισχαριτωμένη κορούλα της ομόρφαινε και ψήλωνε, τόσο εκείνη ασχήμαινε και χόντραινε. Όσο για τον κύριο Θεόδωρο εκείνος συνέχισε να πλουτίζει  Έτσι είναι, τα νειάτα και η ομορφιά διαρκούν λίγο, μα η ανθρώπινη πλεονεξία δεν έχει τελειωμό. Αντίθετα με άλλους προνομιούχους, ο κύριος Θεόδωρος δεν άφηνε το χωριό για να μετοικήσει στην πόλη έχοντας υπόψιν το σχετικό ρητό περί πρωτιάς και δευτεροσύνης και απολάμβανε την πρωτοκαθεδρία του απέναντι σε αγροτοκτηνοτρόφους, εργάτες και υπαλληλίσκους οι οποίοι τον έβλεπαν σαν ένα θεσμ...

Οκτώ λεπτά.

  Το ‘χα χρονομετρήσει στο στρατό. Ένα τσιγάρο διαρκούσε οκτώ λεπτά, το Camel βέβαια γιατί αν είχα κάνει τράκα κανένα ελαφρύ, δεν έβγαζε το πεντάλεπτο. Έτσι μετρούσα το ατέλειωτο δίωρο της σκοπιάς σε οχτάλεπτα. Δώδεκα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο με δυο λεπτά διάλειμμα στο ενδιάμεσο. Στο τέλος δε χρειαζόμουνα ούτε το ρολόι, μόλις έσβηνα το δωδέκατο, μάζευα με την ησυχία μου τα αποτσίγαρα, τα τύλιγα σε ένα φύλλο τσοντοπεριοδικού που το έκανα μπαλάκι και το πέταγα στο κράνος του δεκανέα αλλαγής αντί για το προβλεπόμενο «αλτ τις ει». Χακί αριθμητική ακριβείας… -           Και από τι πέθανε ο φίλος σου; -           Από τσιγάρο. -           Κάπνιζε πολύ; -           Μπα, δεν το   ‘χε βάλει ποτέ στο στόμα του. -           Α, παθητικός καπνιστής. -...