Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΑΣΗΓΩΝΙΩΤΙΚΟ ΠΟΥΛΙ ΠΕΤΑ ΣΕ ΞΕΝΟ ΤΟΠΟ


Η Αγρίμαινα άνοιξε τα μάτια της για τελευταία φορά. Τίναξε από πάνω της την αρρώστια, πέταξε ανάλαφρα έξω από το παράθυρο και κούρνιαξε πάνω στο πιο ψηλό κλαδί του γέρικου πλατάνου. Αγκάλιασε το χωριό με το βλέμα της, γεμάτη χαρά και ανακούφιση που δεν πόναγε πια. Ξαναφτερούγισε πάλι αυτή τη φορά μακρύτερα, ψηλότερα και ούτε κατάλαβε πότε έφτασε στην Ασή Γωνιά, στο Ποτιστήρι εκεί που μικρή κοπελιά γέμιζε το σταμνί από τη βρύση και το κουβαλούσε γουργουρίζοντας με τις φιλενάδες της μέχρι το σπίτι τους, δίπλα στο κονάκι των Μπερβανήδων. Από δω βγήκε κάποτε να πάει νύφη στον Άγιο Κωνσταντίνο. Στους "κατωμερίτες". Κοίταξε τα βουνά γύρω της που ορθώνονταν σαν κύματα βουβά και μαρμαρωμένα, φύλακες του χωριού και των ανθρώπων του. Των ανθρώπων της. Θυμήθηκε που κάθε Σεπτέμβρη του Τιμίου Σταυρού ανέβαινε όλο το χωριό στο μικρό κάτασπρο εκκλησάκι. Μετά το αντίδωρο έτρωγαν κρύο βραστό αρνί.

Έδωσε μια ξαναγύρισε στο χωριό του Μιχάλη της και ξανακούρνιασε στον Πλάτανο. Από κάτω της είδε τους δυο άντρες που ανάθρεψε να κλαίνε και τα εγγόνια της να τους κοιτούν άναυδα. Αχχχ, να μπορούσε να τους πει ότι τώρα ήταν καλά, καλύτερα από ποτέ. Πήρε βαθειά ανάσα και ένιωσε τη μυρωδιά του καφέ και της τσικουδιάς να αναδύεται από το εσωτερικό του καφενείου, μαζί με αναμνήσεις από εκείνο το μέρος που εντός του από κοπελούδα έγινε γυναίκα, μάνα και γιαγιά.
Πόσα μπρίκια έβρασε, πόσα ρακοπότηρα γέμισε, πόσες γαζόζες, λεμονάδες, μπυράλ και μπύρες ξεκαπάκωσε με κείνο το αλουμινένιο ανοιχτήρι ! Θυμήθηκε τον Κωστή "το μποντικό" που παλιά είχε εκεί το τζαγκάρικο, τον άντρα της να γδέρνει σφαχτά πιασμένα στο τσιγκέλι που κρέμοταν από το μπαλκόνι. Θυμήθηκε άντρες που έφερναν πρωϊ τον κόπο τους για να τον πουλήσουν στο γαλατά κι ύστερα χαζολογουσαν για λίγο ρουφώντας τον καϊμακλή τους. Θυμήθηκε γέρους που αφηγούνταν ιστορίες από τα παλιά και ξενιτεμένους να λένε ιστορίες από τόπους άλλους. Το Χαρίδημο να παίζει πρέφα με το Φιλιππάκη και τον Αντούρο που ερχότανε από τον Άη Γιώργη πάνω σε ένα άσπρο μουλάρι έχοντας περασμένη στους ώμους του μια στραβοκατσούνα και που όταν έπαιζε τα χαρτιά, τραγουδούσε τον Ερωτόκριτο που τον ήξερε όλον από μνήμης. Το Λιλίκο να μαλώνει με το Βανταρογιάννη για τα πολιτικά, το Μανώλη "τσ'Αννίτσας" να μεθά παρέα με τον Τζιμπουκοβαγγέλη.
Θυμήθηκε καλοκαιρινά γαμήλια πανηγύρια στην πλατεία με πιλάφι, χύμα κρασί, και καρπούζια, μνημόσυνα με  θολόσταση και κόλυβα, κηδείες που άρχιζαν με τη βαριά καμπάνα του Αγίου Κωνσταντίνου και κατέληγαν με πικρό καφέ και παξιμάδια. 
"Θα θυμάται κανείς άραγε τη δικιά μου αναχώρηση"; αναρωτήθηκε η Αγρίμαινα ανοίγοντας τα φτερά της για στερνή φορά προς το φως που την περίμενε καθαρό και αμόλυντο.

"Εγώ θα τη θυμούμαι", πετάχτηκα στον ύπνο μου και άνοιξα τον υπολογιστή.

***  Τα πρωϊνά που ξύπναγα για το σχολείο, έβγαινα στο δρόμο και κοιτάζοντας προς το "Λιβάδι" έβλεπα την Αγρίμαινα να σκουπίζει υπομονετικά το πεζούλι της και το πλαταιάκι του πλατάνου. Αυτή η γαλήνια εικόνα μου χάριζε τη βεβαιότητα ότι όλα ήταν καλά και ειρηνικά. Ότι πάντα κάποιος θα είνα εκεί και θα καθαρίζει τον κόσμο από κάθε ρυπαρό και άχρηστο. Είμαι σίγουρος ότι στον Παράδεισο η Άννα του Μιχάλη του Αγρίμη πήρε μαζί και τη σκούπα της. Μια καλή νοικοκυρά είναι παντού χρειαζούμενη.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η κηδεία και η βάφτιση του Λοχία Φώλκερ

    Φραγκφούρτη, τέλη 20ου αιώνα. Το σελφ-σέρβις ήταν γεμάτο από πελάτες που όπως κι εγώ εργάζονταν σε κάποια από τις γύρω εταιρίες. Αφού άδειαζαν   βιαστικά το πιάτο τους, άλλοι το ξαναγέμιζαν από τον μπουφέ   κι άλλοι όχι, ρούφαγαν με ικανοποίηση το εθνικό ποτό της Γερμανίας δηλαδή νερό με μπουρμπουλήθρες -οι πιο μερακλήδες έπαιρναν κόκα-κόλα,   κι έφευγαν για να επιστεγάσουν τη μεσημεριάτικη   απόλαυση με ένα τσιγαράκι και κάμποσα ρεψίματα πριν επιστρέψουν στα γραφεία τους. Δεν ήταν συνηθισμένο να πίνεις αλκοόλ στο Mittagspause   αλλά εγώ δεν είχα σκοπό να ανταγωνιστώ την αξιοθαύμαστη εγκράτεια των κατοίκων της χώρας που είχε την τιμή να με φιλοξενεί, και όπως πάντα απολάμβανα μια παγωμένη μπυρίτσα, πρώτον για να ηρεμήσει το πνεύμα μου από τον εργασιακό τάραχο και δεύτερον για να προετοιμάσω κατάλληλα το στομάχι μου για την επόμενη μπυρίτσα. Αντιλήφθηκα κάποια βλέμματα αποδοκιμασίας αλλά με παράτησαν γρήγορα καθώς ήξεραν ότι με όσες μπύρες και να ...

Το πορτρέτο της Μαρίνας

Ήταν η πριγκίπισσα του χωριού. Μοναχοκόρη του μεγαλοκτηματία, εμπόρου, μεταπράτη, μεσίτη, τοκογλύφου, πολιτευτή και τι δεν ήταν ο ο μπαμπάς της, κυρίου Θεοδώρου,  που είχε καταφέρει να αυγατίσει την ήδη μεγάλη περιουσία του πατρός του και να γίνει ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του τόπου του. Η σύζυγός του και μητέρα της η Ασπασία, ήταν μια ευειδής αλλά κάπως τροφαντή μοσχαναθρεμένη κόρη μεγαλεμπόρου ζωοτροφών (συνεργάτη του κυρίου Θεόδωρου), που όσο η τρισχαριτωμένη κορούλα της ομόρφαινε και ψήλωνε, τόσο εκείνη ασχήμαινε και χόντραινε. Όσο για τον κύριο Θεόδωρο εκείνος συνέχισε να πλουτίζει  Έτσι είναι, τα νειάτα και η ομορφιά διαρκούν λίγο, μα η ανθρώπινη πλεονεξία δεν έχει τελειωμό. Αντίθετα με άλλους προνομιούχους, ο κύριος Θεόδωρος δεν άφηνε το χωριό για να μετοικήσει στην πόλη έχοντας υπόψιν το σχετικό ρητό περί πρωτιάς και δευτεροσύνης και απολάμβανε την πρωτοκαθεδρία του απέναντι σε αγροτοκτηνοτρόφους, εργάτες και υπαλληλίσκους οι οποίοι τον έβλεπαν σαν ένα θεσμ...

Η Νύχτα του Αγίου Βαλεντίνου

Θεσσαλονίκη 1989. Δεν μου καλο-ήρθε που ο Μωχάμαντ αρραβωνιάστηκε την Α. Όχι επειδή εκείνος ήταν Παλαιστίνιος κι εκείνη Ελληνίδα, αλλά γιατί τόσους μήνες που τους ήξερα τη μια μέρα ήταν μαζί και την άλλη ήταν σκοτωμένοι.Όχι ότι δεν αγαπιόντουσαν, κάθε άλλο νομίζω, αλλά ήταν κι οι δυο δύσκολοι χαρακτήρες, κακοτράχαλοι. Από τη μια ο ζόρικος ανατολίτης κι από την άλλη η αυτάρχω κρητικιά που δε σήκωνε ούτε μυγοπόδαρο στο σπαθί της. Επίμονες, κυριαρχικές φύσεις που έκαναν ο ένας δύσκολη τη ζωή του άλλου, για μια τελευταία κουβέντα, μια κοφτή ματιά ή ένα νεύμα ειρωνικής συγκατάβασης. Η Α. ήταν από τα πρώτα άτομα που με καλοσώρισαν στη Θεσσαλονίκη εκείνο το Φθινόπωρο. Φαίνεται ότι δεν είχα συνηθίσει μακριά από την οικογένεια και βρήκα στο πρόσωπό της μια άλλη αδερφή. Ή μια μάνα... Δε μου χάριζε κάστανο. "Κατσανδρεδάκη, κουμμούνι, είσαι ο πλιό μαλάκας τση Ένωσης Κρητών Φοιτητών από καταβολής της" μου έλεγε όταν τη φούρκιζα. "Κι εσύ είσαι η κακιά μάγισσα της φοτητικής ...