Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κλαίγοντας και χορεύοντας




2003, Σαββατόβραδο στο Μπαρ του Σωτήρη στη Φωκίωνος Νέγρη.
- Χαίρω πολύ κύριε Κοροβέση.
- Περικλής καλύτερα, χωρίς το κύριε.
- Κώστας, εβίβα.
- Εβίβα. Τι κάνεις εδώ Κώστα;
- Παίζω μουσική.
- Θα παίξεις Creedence Clearwater Revival;
- Αμέ.
Μάταια προσπαθούσε να δείξει ότι ήταν κεφάτος. Στην πραγματικότητα απέναντί μου είχα έναν συντετριμμένο άνθρωπο γύρω στα 60 και κάτι. Είχε μπει λίγα λεπτά νωρίτερα στο μαγαζί, σταυροφιλήθηκαν ζεστά με τον ιδιοκτήτη (ο Τσάμπ αργότερα μου είπε ότι τον ήξερε από το μπαρ του Κόμη στο Γαλάτσι), έκατσε δίπλα μου, παράγγειλε μια βότκα σκέτη και άρχισε να κάνει ότι κι εμείς οι υπόλοιποι εκεί μέσα: να πίνει και να καπνίζει αμίλητος. Κάποια στιγμή που είδε το δικό μου ποτήρι να αδειάζει έκανε νόημα στον Τσάμπ, ο οποίος με ξανα-σέρβιρε χωρίς να πει κουβέντα, μόνο μια κίνηση των ματιών έκανε για να καταλάβω από πού ήρθε το κέρασμα. Τσουγκρίσαμε.
- Έχεις κάτι Περικλή;
- Σκατά.
- Τι πράμα; ΡΕ ΣΩΤΗΡΗ ΧΑΜΗΛΩΣΕ ΤΟ ΓΑΜΗΜΕΝΟ, 5 άνθρωποι είμαστε εδώ.
- Σκατά λέω.
- Τι έγινε;
- Κακώς του είπες να το χαμηλώσει, θα μας ακούσουν. Πάμε έξω.
- Κι υπόλοιποι άγνωστοι είναι όπως εγώ.
- Απλώς δε θέλω να με ακούν περισσότεροι από ένας αυτή τη στιγμή, ντάξει;
Κάτσαμε στο πεζούλι της πόρτας. Μπροστά μας το βογκητό των αυτοκινήτων και πίσω μας ο υπόκωφος βόμβος της μουσικής που τον έπνιγαν τα διπλά τζάμια. Τον πήραν τα δάκρυα. Βλαστήμησε.
- Για πες.
- Πριν από λίγο βγαίνοντας από το σπίτι με σταμάτησε μια πιτσιρίκα. Όμορφη. Μου λέει , θείο να σου πάρω μια πίπα για 5 ευρώ; Έμεινα κάγκελο, ένα κοριτσάκι σαν τα κρύα τα νερά, παιδάκι σχεδόν και να παρακαλάει να γλείψει έναν κωλόγερο για να μαζέψει λεφτά για πρέζα! Καταλαβαίνεις τι κοινωνία έχουμε φτιάξει γαμώ το διάολό μου; Πως τα έχουμε χέσει έτσι;
- Εσύ τι έκανες;
- Προσπάθησα να της μιλήσω, αλλά βρισκόταν στα πρόθυρα στερητικού, ήταν πανικοβλημένη, πρωτάρα, μάλλον πρόσφατα είχε φύγει από το σπίτι της ή έμενε ακόμα με τους δικούς της. Δεν ξέρω. Δεν άκουγε, ήθελε μόνο λεφτά, της έδωσα ένα εικοσάρικο και εξαφανίστηκε. Ύστερα ήρθα εδώ.
- Πάμε μέσα.
- Θα βάλεις CCR;
- Τα ‘παμε. Ποιο θες;
- Το Proud Mary.
- Ωραία, το έχω σε βινύλιο. Θ’ακούς και τα σκρατς.
Πράγματι το έπαιξα. Εκείνος σηκώθηκε και το χόρεψε με σοβαρότητα. Δεν έχω δει άνθρωπο να χορεύει έτσι. Σκυφτοί οι ώμοι, κυρτωμένη ελαφρά η πλάτη, τα χέρια κρεμασμένα άψυχα, μόνο τα βήματα ήταν πιο κουρντισμένα, κάτι σαν ένα ζεϊμπέκικο αλλά σε άλλο χρόνο.
Μόλις τέλειωσε το κομμάτι, επέστρεψε στο μπαρ, αποτελείωσε τη βότκα του, έχωσε ένα χαρτoνόμισμα κάτω από το ποτήρι, έστειλε ένα νεύμα χαιρετισμού στο Σωτήρη, άλλο ένα σε μένα και ξεμπούκαρε.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο ...

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α...