Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο καλός νοικοκύρης και η σκιά του



 
Ο καλός νοικοκύρης εκείνο το ηλιόλουστο Σάββατο, γυάλιζε το αυτοκίνητο του κάτω από την πυλωτή της πολυκατοικίας, όταν είδε τον Ξένο να περιφέρεται έξω στο δρόμο. «Τι ‘ναι πάλι τούτος;» αναρωτήθηκε εκνευρισμένος, «δε φτάναν οι πλατείες στο κέντρο, δε φτάναν τα νησιά μας, σε λίγο θα μπαίνουν και μέσα στα σπίτια μας οι λαθραίοι». Στάθηκε και τον παρακολουθούσε, ενώ το δεξί του χέρι που κρατούσε το γυαλιστικό πανί, συνέχισε τις κυκλικές του κινήσεις πάνω στο καπό, εντελώς αδιάφορο για την αιτία του εκνευρισμού του ιδιοκτήτη του.  
Εκείνος, ο Ξένος, κοίταζε γύρω του έκπληκτος, λες και κάποιο γιγάντιο χέρι τον είχε πάρει ξαφνικά από εκεί που ήταν και τον τοποθέτησε στη μέση ενός δρόμου που δεν είχε ξαναδεί, σε μια άγνωστη συνοικία μιας πόλης που δεν ήξερε το όνομά της. Ήταν κοντούλης, αδύνατος και πολύ μελαχρινός, με ρούχα φτηνά, ξεθωριασμένα και γεμάτα σκόνη, πολλή σκόνη. Ο καλός νοικοκύρης σκέφτηκε ότι αν του έδινε μια γερή στην πλάτη, όλη αυτή η σκόνη θα σήκωνε τέτοιο σύννεφο που θα σκέπαζε τη γειτονιά ολόκληρη. Ένιωσε το λαιμό του να ξεραίνεται και ξεροκατάπιε.
Ο δρόμος ήταν έρημος, οι υπόλοιποι καλοί νοικοκύρηδες αναπαύονταν ήσυχοι στα διαμερισματάκια τους μετά το σαββατιάτικο γεύμα, βλέποντας σειρές και εκπομπές με σοφούς αστρολόγους και ιλουστρασιόν σελέμπριτυ. Ο Ξένος συνέχιζε να κοιτά προς όλες τις κατευθύνσεις νευρικά σαν σπουργίτι αλλά αυτό που έβλεπε αντί να του δίνει κάποια αναγνωρίσιμη πληροφορία επέτεινε την απορία του, που τώρα φαινόταν να είναι ανακατεμένη και με φόβο. Όπως ήταν αναμενόμενο κάποια στιγμή το βλέμμα του συνάντησε εκείνο του καλού νοικοκύρη που πέταξε τη βούρτσα σε έναν κουβά, προχώρησε προς την έξοδο της πυλωτής και στάθηκε με τα χέρια  στη μέση απέναντι από τον Ξένο. Εκείνος μισο-χαμογέλασε και έβαλε το χέρι στην δεξιά τσέπη του παντελονιού του και έβγαλε ένα κινητό δείχνοντάς του με το άλλο χέρι την υποδοχή για το φορτιστή.
«Νο μπάτερυ σερ,  νο μπάτερυ. Τέλεφον νο μπατερυ».
«Φύγε από δω ρε. Να πας να στο φορτίσουν αυτοί που σ’έφεραν. Ούστ!»
«Σερ, Λωφορείο άλλο στάση κοιμώθηκα. Νο μπάτερυ.  Πλιζ. Εγώ νο μάνευ.»
Πρόφερε πολύ παράξενα το «ρο» σχεδόν γλυκά, όπως η πεντάχρονη κόρη του καλού νοικοκύρη όταν του έκανε νάζια. Αυτό τον εκνεύρισε περισσότερο. Έκανε άλλο ένα βήμα και στάθηκε κοιτώντας τον αφ’ υψηλού – του έριχνε ενάμιση κεφάλι. Τα μάτια του ξένου ήταν μαύρα και το ασπράδι τους είχε κίτρινες σκιές πράγμα που του φάνηκε αποκρουστικό και δυσοίωνο. «Δίνε του ρε σου λέω, ακούς; Σιγά μη σε χαρτζιλικώσω κιόλας» Σήκωσε το χέρι του και με το δείκτη του έδειξε αριστερά  προς το τέλος του δρόμου.
«Δίνε του, εκεί κάτω στη λεωφόρο είναι γεμάτο ζητάδες, θα σε περιποιηθούν όπως πρέπει. Άντε, κοπάνα τη».
Ο Ξένος γύρισε το κεφάλι ακολουθώντας την κατεύθυνση που του έδειχνε σα να του είχαν πετάξει μια μπάλα, αλλά δεν έδειξε να καταλαβαίνει. Ξαναστράφηκε στον καλό νοικοκύρη και έκανε να σηκώσει ξανά το τηλέφωνο προς το μέρος του. Ο άλλος απάντησε μ’ ένα κοφτό χτύπημα στο χέρι που έκανε τη συσκευή να εκσφενδονιστεί στην άλλη άκρη του δρόμου. Ο Ξένος έτρεξε να το πιάσει αλλά αυτός τον ακολούθησε σβέλτα και με μια κλωτσιά το έστειλε προς τα εκεί που λίγο πριν του έδειχνε με το δάκτυλο. Αυτό επαναλήφθηκε άλλες δυο μπορεί και τρεις φορές μόνο που την τελευταία το κλώτσησε προς το μέρος του.
«Πάρε το μαραφέτι σου και δίνε του.Τι δεν καταλαβαίνεις ρε γαμώ το σπίτι σου γαμημένε; Φύγε σου λέω».
Ο Ξένος νικημένος έσκυψε, μάζεψε το τηλέφωνό του, σκούπισε τη σκόνη του δρόμου από πάνω του, βεβαιώθηκε ότι δεν είχε σπάσει και χωρίς να ξαναστραφεί πήρε γρήγορα  την κατηφόρα.
«Να ξεβρωμίσει ο τόπος», ψιθύρισε ανακουφισμένος ο καλός νοικοκύρης και στάθηκε να παρακολουθεί τον ηττημένο εισβολέα μήπως και του έμπαινε η ιδέα να επιστρέψει. Έβλεπε τη λιγνή σιλουέτα να βαδίζει κόντρα στον απογευματινό ήλιο που ετοιμαζόταν να βουτήξει πίσω από τα ψηλά κτίρια του ορίζοντα και καθώς έλουζε τον ξένο με ένα ξέπνοο φως σχημάτιζε μια σκιά η οποία περπάταγε πίσω του με τον παράδοξο δισδιάστατο τρόπο που περπατούν οι σκιές.
Και τότε την είδε: Δίπλα σ’ εκείνην του Ξένου βάδιζε μια άλλη σκιά!
«Έλα Παναγία μου» μουρμούρισε και έβαλε τη δεξιά του παλάμη στο μέτωπο για να δει καλύτερα στην αντηλιά. Πράγματι, υπήρχε η δεύτερη σκιά και όχι μόνο αυτό αλλά φαινόταν σηκωμένος και ο δεξιός της αγκώνας. Κατέβασε το χέρι του απότομα όπως όταν τελείωνε τον χαιρετισμό στους ανωτέρους του στο στρατό – έκανε το ίδιο και η σκιά. Σήκωσε ψηλά το χέρι – το σήκωσε και η σκιά.
Σήκωσε και το άλλο – το σήκωσε και η σκιά. Έτσι όπως ήταν στη μέση του δρόμου άρχισε να χοροπηδά και να κουνά χέρια και πόδια – το ίδιο και η σκιά!
Πανικόβλητος χαμήλωσε το βλέμμα και  κοίταξε χάμω, μπροστά, πίσω, δεξιά, αριστερά δεν υπήρχε πουθενά η σκιά του. Ξανασήκωσε το κεφάλι και είδε τον ξένο με τις δυο σκιές να φτάνει στο τέρμα του δρόμου που έβγαζε στην κεντρική οδική αρτηρία. «Γύρνα πίσωωωωω» φώναξε με όλη τη δύναμη της φωνής του, μα η πολύβουη λεωφόρος την έσβησε και ο Ξένος ήδη έστριβε δεξιά.
Άρχισε να τρέχει όσο του επέτρεπαν τα πόδια του, έφτασε ασθμαίνοντας στη γωνία, έπεσε σχεδόν πάνω σε έναν ποδηλάτη που τον έλουσε με βρισιές, τον αγνόησε, έστριψε και βρέθηκε μπροστά στο άδειο πεζοδρόμιο.
Συνέχισε να τρέχει και να φωνάζει υστερικά για λίγο, μέχρι που κάτι ζητάδες αραγμένοι σε ένα καφέ τον σταμάτησαν και του ζήτησαν να πάψει τις φωνές και να τους εξηγήσει τι συμβαίνει. Άρχισε να ουρλιάζει ότι ένας ξένος του έκλεψε τη σκιά. Οι ζητάδες στην αρχή γέλασαν και μετά του ζήτησαν να ηρεμήσει και να τους δείξει μια ταυτότητα. Όταν εκείνος συνέχισε τα ουρλιαχτά, του πέρασαν χειροπέδες και κάλεσαν με τον ασύρματο ένα περιπολικό να τον μαζέψει. Όταν η κούρσα με το μπλε καρούμπαλο έφτασε, βρήκε έναν άνθρωπο με κόκκινα από την πίεση μάτια να ουρλιάζει φτύνοντας σάλια και βγάζοντας αφρούς στις άκρες των χειλιών. Ο υπαρχιφύλακας έκρινε ότι πρόκειται σαφώς για ψυχιατρικό περιστατικό, δήλωσε αναρμόδιος και κάλεσε με τη σειρά του ασθενοφόρο. Την ώρα που τον έσερναν δεμένο μέσα στο κίτρινο όχημα, περνούσε μια κυρία με το παιδάκι της. Ο πιτσιρικάς άρχισε να τραβά τη μάνα του από το μανίκι «μαμά - μαμά κοίτα οι άλλοι κύριοι έχουν σκιές αλλά ο κύριος που φωνάζει δεν έχει», η μαμά τράβηξε ενοχλημένη το βλέμμα από το κινητό της και κοίταξε τον μικρό επικριτικά: «δε σου ‘χω πει να μη λες βλακείες;» και τον τράβηξε απότομα γιατί ήθελε να προλάβει να βγάλει μια σέλφι στη βεράντα πριν πέσει για τα καλά ο ήλιος.

...
Δεν τον ξαναείδαν ποτέ στη γειτονιά. Η γυναίκα του με τα παιδιά μετακόμισαν 2 χρόνια αργότερα γιατί το αγορασμένο με δάνειο διαμέρισμα κατασχέθηκε από την τράπεζα. Το μισο-γυαλισμένο αμάξι είχε προ πολλού πουληθεί σε έναν μαντρατζή που το πήρε για ψίχουλα και ο κουβάς με το γυαλιστικό  έγινε λεία ενός καλού οικογενειάρχη του πρώτου ορόφου, ο οποίος πολύ σωστά έκρινε ότι ο ιδιοκτήτης του δε θα τον ξαναχρειαζόταν.
 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο ...

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α...