Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Sweet Sixteen (Κωνσταντίνου και Ελένης)


Η πρώτη ερωτική απογοήτευση μοιάζει με το τέλος του κόσμου: όλα έχουν τερματίσει οριστικά και αμετάκλητα με το χειρότερο δυνατό τρόπο, το μέλλον δεν είναι παρά ένα κενό, η ζωή δεν αξίζει ούτε δεκάρα, η ομορφιά χάθηκε για πάντα, όλα τα καταπίνει μια πύρινη λαίλαπα, τα συνθλίβει μια τρομερή σύγκρουση, τα κονιορτοποιεί μια υπερ-έκρηξη ή τα καταπίνει ένα απύθμενο βάραθρο. Εξαρτάται από το ποια ταινία είδες στην πιο πρόσφατη κοπάνα από το απογευματινό φροντιστήριο της Πέμπτης.
Μετά μεγαλώνεις βέβαια και μαθαίνεις ότι έτσι γίνεται, το σύμπαν σου κάθε φορά καταστρέφεται από έναν έρωτα, εσύ μετά το ξαναχτίζεις για να ματαξανακαταστραφεί από τον επόμενο έρωτα κ.ο.κ. Η μόνη διαφορά έγκειται στο ό,τι κάθε φορά το σύμπαν που φτιάχνεις είναι ολοένα και μικρότερο κι όταν πια δε μείνει τίποτα για να το ξαναφτιάξεις δε χρειάζεται πια και να ερωτεύεσαι. Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.
Εγώ τότε περνούσα τον παρθενικό μου Αρμαγεδώνα  τον οποίο και περιέγραφα εκείνο το βράδυ της 21ης Μαίου του 198? στον κολλητό μου το Στέλιο ξαπλωμένος στον καναπέ του σπιτιού του στο Μασταμπά Ρεθύμνου.
Ο υπομονετικός και ευγενής ακροατής μου κάποια στιγμή με διέκοψε διακριτικά:
- Άντε ρε μαλάκα μας τα ‘χεις ΄πρήξει με τη μαλακισμένη. Γρόθε.
- Δεν είναι μαλακισμένη.
- Είναι ρε, είναι. Σε χαμούρευε για να περάσει η σχολική χρονιά και μόλις ήρθε ο γαμίκος από την Αθήνα κλάσιμο. Έτσι κάνουνε;
- Ρε μαλάκα την αγαπάω.
- Να βρεις καμμιά να πηδήξεις να ξελαμπικάρεις.
Για το Στέλιο το γαμήσι ήταν η καλύτερη λύση στα αισθηματικά και γενικώς στα ψυχολογικά  θέματα. Εδώ που τα λέμε όσο ήταν με γυναίκα (πολύ συχνότερα από μένα φυσικά)  είχε φοβερά κέφια. Τις σπάνιες φορές που δεν είχε γκόμενα ήταν όλο γκρίνια.
- Γιορτάζεις ρε παπάρα, θα κατέβουμε παραλία, θα πάμε να την αράξουμε στο Λαβύρινθο στο μπαράκι, γεμάτο γυναίκες είναι, θα πλακωθούμε και στα μπακάρντι-κόλα και γαῖα πυρὶ μιχθήτω.
Έλεγε κάτι τέτοια λογιότατα και πάθαινα πλάκα. Εκείνος έπρεπε να είχε διαλέξει την επόμενη χρονιά  3η δέσμη όχι εγώ. Στο μεταξύ από το μέσα δωμάτιο βγήκε ο μεγάλος του αδερφός ο Αντρέας, που τον φώναζαν και Αντώνη – ή αντίστροφα δε θυμάμαι. Παλικάρι, άνθρωπος της δουλειάς, ευθύς και βαρύς κάπως, ακόμα και τα καλαμπούρια του ήταν σοβαρά.  Άναψε ένα
John Players Special με έναν επίχρυσο (ή χρυσό;) αναπτήρα, σίγουρα χαρισμένο από τουρίστρια και με έδειξε με το χέρι που κρατούσε το τσιγάρο σαν αρχιμαφιόζος που έδινε εντολή να με καθαρίσουν:
- Πάλι καψούρης είναι αυτό το βλαμμένο.
Ξεκρέμασε ένα σκούρο μπουφάν από την κρεμάστρα του διαδρόμου, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε για δουλειά. Ο Στέλιος με σκούντηξε.
- Έλα κάνε ένα μπάνιο, βρομύλε μέχρι να ντυθώ και φύγαμε.
- Δεν έρχομαι. Πάω σπίτι.
- Τι; Στη γιορτή σου; Χαζός είσαι ρε;
- Δεν είμαι για τίποτα ρε φίλε.
Εδώ που τα λέμε πράγματι δεν ήμουν. Το πρωΐ η Σ. μου είχε μηνύσει με μια φίλη της που είχε κάνει κοπάνα για να δει τον δικό της στο σχολείο μας ότι ήθελε να μου πει. Ωχ!
Την τελευταία ώρα είχαμε θρησκευτικά και όσο κι αν συμπαθούσα τη Ρένα που  προσπαθούσε να μας διδάξει τη διαφορά μεταξύ Προτεσταντών και Αγγλικανών, ήταν ιδανική ώρα για κοπάνα, βούτηξα λοιπόν το παπί του Γιώργη του Σήφακα κι ανηφόρισα στο 1ο Λύκειο. Εκεί φοιτούσε η δέσποινα των λογισμών μου, η αρχοντοκαψούρα μου, το αντικείμενο του πόθου μου και η κύρια αιτία που είχαν κατακρημνισθεί οι βαθμοί μου στη Β’ Τάξη του ΕΠΛ, ενώ είχαν εκτοξευθεί οι απουσίες μου. Ήξερα ότι εκείνη είχε γυμναστική, άρα θα καθόταν καπνίζοντας πίσω από τις τουαλέτες μαζί με τις άλλες 2 χάριτες, τις κολλητές της, που δε θυμάμαι ούτε πως τις έλεγαν ούτε πως ήταν, διότι μπροστά στην Σ. όλες οι άλλες κοπέλες έσβηναν σαν κεράκια σε ανεμοστρόβιλο. Πως ήταν; Λοιπόν, θυμόσαστε στη
Michelle Pfeiffer στο «Scarface” με τον Al Pacino; Αν η Michele είχε μακρύτερα μαλλιά θα έφτανε σε ομορφιά την Σ. Μόλις με είδαν τα δυο σβηστά κεριά, εξαφανίστηκαν σιγομουρμουρίζοντας κάτι η μια στην άλλη. Κακό σημάδι αυτό. Η Σ. όρθια, με παρατηρούσε καπνίζοντας να την πλησιάζω.
Γιατί ρε πούστη μου σε κάθε στιγμή με ένταση υπήρχε κι ένα τσιγάρο τότε, σε ταινία παίζαμε;  Αυτό το σκέφτηκα τώρα βέβαια, γιατί εκείνη τη στιγμή δεν σκεφτόμουν τίποτα, μόνο έβλεπα. Όταν την έφτασα, ψέλλισα ένα γεια και δοκίμασα να χαμογελάσω, αλλά μάλλον μου βγήκε η ανόητη γκριμάτσα του Σταν Λόρελ (ο Λιγνός) μετά από σφαλιάρα που του είχε ρίξει ο Όλιβερ Χάρντι (ο Χοντρός).
Η Σ. δεν τα πήγαινε καλά με τους προλόγους: «Άκου ρε Κώστα, το σκέφτηκα και νομίζω ότι είναι καλύτερα να μείνουμε φίλοι. Άλλωστε έτσι αρχίσαμε, φίλοι, κολλητοί, καλά δε περνάγαμε; Ακούγαμε τις μουσικές μας, πηγαίναμε για καφέ, κάναμε βόλτες».
Κουβέντα για τον άλλο, δεν ήξερε πως ο αδερφός της μου είχε ξεράσει ότι ο τύπος είχε κατέβει από Αθήνα χτες. Άρχισα να ψάχνω μανιωδώς κάποια πετυχημένη απάντηση, ένα αντεπιχείρημα, τι αντεπιχείρημα να βρεις στην απόρριψη; Έστω ας βρω να πω κάτι άνετο, μη χάσω και την ανδρική μου αξιοπρέπεια. Μόνο να μη μου πει ότι είμαι καλό παιδί, τα καλά παιδιά είναι αγάμηδες, καληνυχτάκηδες, αξιολύπητοι, κάτι σαν χαζές φιλενάδες με κοντά μαλλιά και πέος. Αχ, Θεέ μου ας μη με αποκαλέσει καλό παιδί παρακάλεσα από μέσα μου.
Συνέχισε αδυσώπητη: «Είσαι καλό παιδί ρε Κώστα, σου αξίζει το καλύτερο, το ξέρεις ότι σ’αγαπώ αλλά όχι με τον τρόπο που θα ‘θελες εσύ, κατάλαβες»;
«Ναι», είπα. Δε βρήκα τίποτε άλλο, ένα ξερό και μαραμένο ναι για αποδοχή της ήττας. Τουλάχιστον δε θα πει ποτέ ότι ήμουν φλύαρος όταν τα χαλάσαμε. Έβγαλα ένα
Camel, και άρχισα να ψάχνω για αναπτήρα. Δεν έκανε τον κόπο να μου ανάψει εκείνη όπως έκανε άλλοτε.
«Πρέπει να φύγω ρε Κώστα, ο μαλάκας θα πάρει απουσίες σε λίγο και πρέπει να είμαι στην αυλή του σχολείου. Γειά». Έσβησε το τσιγάρο στον τοίχο με τα γκράφιτι, το πέταξε περιφρονητικά  κάτω και το πάτησε. Μαζί με τη ραγισμένη καρδιά μου.
-          Ρε μαλάκα σου μιλάω, φώναξε ο Στέλιος.
-          Πάω σπίτι σου λέω.
-          Γιατί;
-          Γιατί είμαι δυστυχισμένος.
-          Αν δεν είσαι έτοιμος σε 15 λεπτά θα σε πλακώσω στα μπουνίδια και θα γίνεις ένας δυστυχισμένος με σπασμένα μούτρα.
-          Μακάρι να το έκανες.
-          Ετοιμάζομαι.
Τον κοίταξα, κι έβαλα τα κλάματα. Με έπιασε από τους ώμους μαλακωμένος.
-          Θα περάσει ρε Κωστάκη, έτσι είναι οι γκομενοδουλειές, σήμερα χυλόπιτα αύριο γλωσσόφιλα. Ξεκόλλα, πάμε να περάσουμε ωραία στη γιορτή σου
-          Δεν θα είμαι και καλή παρέα ρε Στέλιο, θα μαυρίσω κι εσένα με τις μαλακίες μου.
-          Μου ‘χεις κάνει την καρδιά περιβόλι, μου χάλασες το κέφι και μου γάμησες τη διάθεση. Άρα τώρα είσαι υποχρεωμένος να με βοηθήσεις να φτιάξει το κέφι μου.
Τελευταίο οχυρό:
-          Δεν έχω λεφτά, θα σε κεράσω το Σάββατο που θα έχω.
-          Πφφφ, σε τρεις μέρες! Τι λές ρε γρόθε; Εγώ θέλω σήμερα. Άλλωστε  εγώ κερνάω.
Πήγε στην κρεμάστρα, έβαλε το χέρι στη μέσα τσέπη του σακακιού (πάντα σακάκι φόραγε από μια εποχή και μετά ο Στέλιος) έβγαλε ένα μάτσο χιλιάρικα και τα πέταξε στο τραπέζι του σαλονιού.
- Το δώρο για την ονομαστική σου εορτή κύριε καψούρη!
Ο Στέλιος είχε πάντα λεφτά διότι πάντα δούλευε σαν σκυλί. Κι εγώ δούλευα τ’ απογεύματα βοηθός σερβιτόρος στο
Bella Pais, αλλά εκείνος δούλευε κανονικός πρώτος στη Σαμαριά. Καλό μεροκάματο και τρελά πουρμπουάρ από τους τουρίστες που εκείνη την εποχή συνέρρεαν  στο Ρέθυμνο από τον Απρίλη! Ελλείψει άλλων επιχειρημάτων λοιπόν, μπήκα ανόρεχτα να κάνω μπάνιο και να ντυθώ. (Είχα φέρει από την προηγούμενη κάτι ρούχα). Επέστρεψα καθαρότερος αλλά το ίδιο απαρηγόρητος.
Βγήκαμε έξω όπου συναντηθήκαμε με μια γλυκύτατη μαγιάτικη βραδιά. Ακούγαμε τον μακρινό αχό της πόλης από κάτω μας που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει το γλέντι που θα κρατούσε ως το πρωΐ, με κεφάτους τουρίστες που θα γέμιζαν  τις καφετέριες και τα μπαρ της παραλίας και του λιμανιού και εορτάζοντες με τις παρέες τους. Έξω από το σπίτι ήταν σταματημένο ένα ταξί. Έκανα να προχωρήσω προς το δρόμο.
-          Που πας ρε χαμένε; Έγρουξε ο Στέλιος.
-          Που πάω ρε, δε θα κατέβουμε παραλία;
-          Αμέ, αλλά όχι με τα πόδια. Κάλεσα έκτακτη βοήθεια τηλεφωνικώς.
Άνοιξε τη πίσω πόρτα του ταξί και μου έκανε ένα μεγαλοπρεπές νεύμα:
- Περάστε κύριε εορταζόμενε, καψούρη.
Βολευτήκαμε στα δερμάτινα καθίσματα της
Mercedes και καλησπερίσαμε τον ταξιτζή.
-          Που πάνε τα παιδιά, έκανε κεφάτα ο σωφέρ;
-           Όπου θέλουνε, απάντησε ο Στέλιος. Οδήγα και θα σου πούμε που θα σταματήσεις.
Μας κοίταξε εξεταστικά από τον καθρέφτη, μάλλον ήταν θαμώνας, όχι μάλλον, έπινε φραπέ μέτριο με γάλα στο Bella Pais!
-          Οκ!
Κυλίσαμε την κατηφόρα, διασχίσαμε κάθετα τη Μοάτσου, στρίψαμε δεξιά στη Λεωφόρο Κουντουριώτη, μετά αριστερά προς την πλατεία Άγνωστου στρατιώτη και μετά πάλι δεξιά και παράλληλα με την παραλία με τις ομπρέλες και της ξαπλώστρες.
Η Θάλασσα χρύσιζε από ένα μισογεμάτο φεγγάρι, το αεράκι από τα ανοιχτά παράθυρα μας χάιδευε τα πρόσωπα καθώς τα φώτα της πόλης βόλταραν στην αντίθετη από εμάς κατεύθυνση.
Ακούγαμε το γουργουρητό της μηχανής και κάτι βαριά λαϊκά από το
Pioneer κάτω από το ταξίμετρο στην κονσόλα με δεκάδες φωτεινά πραγματάκια. Διακόπτες, κουμπάκια, κοντέρ, στροφόμετρο. Πήρα μια βαθιά ανάσα.
- Φίλε, το δυναμώνεις;
«Της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσοοοοος, πότε κόλασηηη και πότεεε ο Παράδεισοοοοος» σημείωνε εμφαντικά ο Στράτος Διονυσίου και ο Στέλιος το συνόδευε με αλλαγμένους τους στίχους:
«Της γυναίκας το μ…….»
Είδα τον ταξιτζή από τον καθρέφτη να γελά. Έβαλα κι εγώ τα γέλια.
Η παραλιακή τέλειωσε και στρίψαμε δεξιά πάλι, πιάσαμε τα Περβόλια μετά τα Μισσύρια, περάσαμε τον Πλατανιά με τα εκατοντάδες ξενοδοχεία, καφέ, τουριστικά μαγαζιά, παγωτατζίδηκα, μπαρ. Το ταξί πήγαινε πολύ αργά γιατί ο κόσμος διέσχιζε μπουλουκηδόν το δρόμο.
Ξαφνικά ο Στέλιος πετάχτηκε:
- Πω - πω ένα μωρόόόόό.
Κοίταξα προ τα εκεί που έδειχνε. Πράγματι είδα ένα ξανθό θηρίο με φιδίσια κορμοστασιά φυλακισμένη μέσα σε ολόσωμη κολλητή φόρμα, που βάδιζε αργά σχεδόν τελετουργικά σκορπώντας ρίγη ανδρικής συγκίνησης.
-          Κοίτα ρε καψούρη να δεις τι κυκλοφορεί κι εσύ κάθεσαι και κλαις τη συχωρεμένη.
-          Δε λέω καλή.
-          Δε σε βλέπω ζωηρό.
-          Θα ζωηρέψω.
-          Το καλό που σου θέλω. Δε γυρνάμε πίσω αν δε σε δω να γελάσεις. Ή να καμακώσεις γκόμενα. Φίλε, αν μπορείς βάλε κάτι πιο αλέγκρο. Μαυρίσαμε με το βαρύ πυροβολικό.
Ο καλός ταξιτζής, χαμογελώντας πάντα, πάτησε το μπουτόν, έβγαλε την κασέτα, και από την τσέπη της πόρτας έβγαλε μια άλλη την οποία τάισε το κασετόφωνο.
- Αυτή την έχω για δύσκολες περιπτώσεις, έκανε.
«Είμαστεεε αλάνιααα, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσααααα, και δε μας τρομάάάζουν, οι φουρτούνες τη δικά μας ράτσαααα»!
Οι τουρίστες κοίταζαν παραξενεμένοι το αυτοκίνητο με τον Τσιτσάνη στη διαπασών που τον συνόδευαν κάτι παράφωνοι δεκαεξάρηδες.
Η παρέλαση ξενοδοχείων και καταστημάτων αραίωσε μετά από λίγο. Τον Τσιτσάνη διαδέχτηκε ο Χρηστάκης:
«
Θα ζήσω ελεύθερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί για μια μονάχα θηλυκιά να κελαηδάω θα χτίσω είκοσι φωλιές κι άμα γουστάρω αγκαλιές από κανάρα σε κανάρα θα πετάω».
-          Άκου καψούρη να μαθαίνεις.
Είχα ήδη αρχίσει να αισθάνομαι καλύτερα. Ωραίο αντικαταθλιπτικό οι φίλοι…
- Παιδιά, τώρα που σας πάω;
Ήταν η σειρά μου να δώσω εντολές.
-          Βγες στην εθνική προς Ηράκλειο. Πάμε προς Μαρελίνα. Λίγο πριν είναι το ξενοδοχείο Γόρτυνα. Του μπάρμπα μου. Εκεί που δουλεύω το καλοκαίρι. Πισίνα, Μπακάρντι και γερμανίδες.
-          Ό,τι δηλαδή χρειάζεται δηλαδή ένας γενναίος άντρας, παρατήρησε ο Στέλιος.
Το pool bar ήταν ωραιότατο, ο μπάρμαν με θυμήθηκε και με άφησε να φτιάξω τα ποτά μας (φυσικά  έβαλα διπλή δόση Bacardi) και κάτσαμε τρισευτυχισμένοι να τα απολαύσουμε δίπλα στο γαλάζιο φωτιστικό (ο σωστός ορισμός της πισίνας). Ρουφάγαμε το παγωμένο ζουμί, και κουδουνίζαμε στο αυτί μας το ποτήρι με τα παγάκια. Καπνίσαμε κουβεντιάζοντας ένα εκατομμύριο τσιγάρα και ήπιαμε ένα μπουκάλι ρούμι. Ξέχασα και τη Σ. και τη λιωμένη καρδιά μου που είχε γίνει μια κόκκινη στάμπα στο δρόμο έξω από το 1ο Λύκειο.  Στο τέλος ξέχασα και το σύμπαν μου που καταστράφηκε ολοσχερώς και αποφάσισα να φτιάξω άλλο ένα για να το καταστρέψω κι αυτό όποτε χρειαστεί.  Κοίταξα με απέραντη ευγνωμοσύνη το ανοιχτόχρωμο πρόσωπο του κολλητού μου. Το αποτύπωσα τόσο καλά μέσα μου, που όποτε ανακαλώ την ανάμνηση το ξαναβλέπω απαράλλαχτο.
Α, ναι! υπήρχαν και κάτι Γερμανίδες πράγματι, όμως η νεότερη ήταν 60 χρονών, αλλά δε μας πείραζε, εκείνη την ώρα μόνο η καλή παρέα μέτραγε. Και το ταξίμετρο της κούρσας που μας περίμενε στο δρόμο.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο ...

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α...