Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Blues Power


 

Ρέθυμνο 1997.

Στήναμε ακόμα το σταθμό και μέχρι να φτιαχτεί εκείνο το περιβόητο σύστημα που θα έφτιαχνα για να παίζει στον αυτόματο με computer, είχαμε εγκαταστήσει ένα πεντάσιντο που έπαιζε ολημερίς κι οληνυχτίς ό,τι του κατέβαινε από τα cd που του αλλάζαμε όποτε το θυμόμασταν.

Ήμασταν λοιπόν ένα μεσημέρι στο πρώτο εκείνο studio της Μοάτσου, όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Ανοίγω και βλέπω να στέκεται μπροστά μου μια κυρία κάπου 65 με 70 χρονών, κοντούλα, αδύνατη με άχρωμα ρούχα και ντροπαλό βλέμα.

- Χαίρεται.

- Χαίρεται.

Θα είναι από καμμιά διπλανή πολυκατοικία, φαίνεται χτές που δοκιμάζαμε αργά τα μεσάνυχτα τα μόνιτορ μάλλον το παρακάναμε, σκέφτηκα, κι αρχίζω να μηχανεύομαι δικαιολογίες, συγνώμες και άλλα τσατσιλίκια.

- Τι θα θέλατε;

- Μπορώ να περάσω;

- Μετά χαράς.

Μπήκε μέσα, κάπως διστακτικά, και αμέσως βάλθηκε να παρατηρεί με παιδική απορία την  κονσόλα, τα λινκ, το equalizer, τη στερεογεννήτρια και όλα τα τζουβαϊρικά τέλος πάντων του studio.

- Αυτός είναι λοιπόν ο σταθμός, διαπίστωσε.

- Μάλιστα.

- O Cool Fm σας.

- Ναι.

- Ωραία!

- Ωραία.

- Και από εδώ εκπέμπετε. Ξαναδιαπίστωσε το αυτονόητο.

- Ναι.

- Με συγχωρείτε για το θάρρος, θέλω μια τεράστια χάρη.

Ωχ, τώρα θα μας ζητήσει να τα μαζέψουμε αλλιώς θα καλέσει την αστυνομία.

- Αν μπορούμε, ευχαρίστως.

- Παίζετε συνεχώς ένα μουσικό κομμάτι που μου αρέσει.

- Α!

- Ναι, πολλές φορές ξενυχτάω στο ραδιόφωνο να το ακούσω, άλλες φορές το βάζετε κι άλλες όχι.

- Ξέρετε, ακόμα φτιάχνουμε εδώ τα συστήματα και παίζουμε δοκιμαστικά. Βάζουμε σχεδόν στην τύχη 5 cd σε αυτό το μηχάνημα, να εδώ, αυτό... και παίζει ότι του 'ρθει. Καταλάβατε;

- Ναι. Καλα είναι και τα άλλα που βάζετε... αλλά αυτό, πως να σας το πω, μου έχει κάνει τρομερή εντύπωση. 

- Κάποιο ελληνικό φαντάζομαι.

- Όχι, ξένο.

- Ξένο;;;

- Ξένο.

- Ξέρετε τον τίτλο;

- Μμμμμ, όχι... δηλαδή ίσως, δεν είμαι σίγουρη  είναι μεγάλο σε διάρκεια και από τη μέση και μετά είναι που μου αρέσει πολύ, δεν καταλαβαίνω αγγλικά μα μου φαίνεται πως λέει κάτι σαν μπουζ παουερ.

- Μπουζ πάουερ.Μάλιστα.

Κοιταχτήκαμε με τους υπόλοιπους όλο απορία.

- Μήπως μπολυζ πάουερ;

- Μπορεί, δεν ξέρω. Χίλια συγνώμη που σας απασχολώ, αλλά θα ήμουν υπόχρεη αν μου το βρίσκατε. Το άκουγα καθημερινά αλλά τις τελευταίες μέρες δεν το παίζετε.

Το πρόσωπό της είχε μια σχεδόν απελπισμενη έκφραση

- Πότε τ'ακούσατε τελευταία φορά;

- Την Πέμπτη που πέρσσε.

- Τώρα έχουμε Τρίτη άρα...

Άρχισα να ψάχνω στη σιντοθήκη, κάπου πρέπει να ήταν η πεντάδα που αλλάξαμε την προηγούμενη εβδομάδα. Νάτο: ένα cd του Clapton από το live στο Τόκυο. Της το έβαλα να το ακούσει.

- Ναι! φωναξε αυτό! Ναι αυτό! Να σας πληρώσω μια κασέτα να μου το γράψετε.

- Δε χρειάζεται, έχουμε πολλές, άλλωστε δεν τις χρησιμοποιούμε πια.

Έγραψα τα 7 και κάτι λεπτά του κομματιού σε μια Denon και τη ρώτησα πριν της την παραδώσω:

- Θέλετε κάτι άλλο να γράψω; έχει κι άλλο χώρο η κασέτα.

- Ναι, αν μπορείτε γράψτε το ίδιο τραγούδι μέχρι να τελειώσει. Μπορείτε;

Όταν τέλειωσε η εγγραφή, της έδωσα την κασέτα. Την πήρε με ευλάβεια και την έριξε γρήγορα στην καφετιά της τσάντα από δερματίνη. ξανάβαλε βιαστικά το χέρι μέσα κι έβγαλε ένα πορτοφολάκι.

- Τι σας χρωστάω;

- Τίποτα.

- Μα ο κόπος σας, η κασέτα;

- Τίποτα σας είπα. Θέλετε έναν καφέ, τίποτα δε σας κεράσαμε.

- Όχι και τίποτα, αυτό είναι σπουδαίο κέρασμα. 

Χτύπησε την τσάντα με το λεπτό χεράκι της.

- Μια ερώτηση τότε.

- Πείτε μου.

- Ακούτε ξένη μουσική;

- Όχι βέβαια, απάντησε γνήσια προσβεβλημένη. Ποτέ.

- Κι αυτό το κομμάτι γιατί σας αρέσει;

- Γιατί δεν είναι ξένο. Ειδικά όταν αρχίζει και κάνει αυτός ο άνθρωπος αυτά τα πράγματα με την κιθάρα ... πώς τον λένε είπατε;

- Έρικ Κλάπτον.

- Έ-ρι-κ Κλά-πτον, συλλάβισε με σεβασμό.

- Σωστά.

- Μόλις αρχίζει αυτό το πράγμα με την κιθάρα, (ξέρετε έχω άσθμα, δυσκολεύομαι ν'αναπνεύσω μερικές φορές), ελευθερώνεται η ανάσα μου, δεν έχω αυτό το βάρος και νιώθω ότι όλα θα πάνε καλά! Ξανανιώνω που λένε.

- Στις παλιές κοινωνίες η μουσική ήταν δουλειά των θεραπευτών.

- Ναι, έτσι πρέπει να ήταν.

- Που ξέρετε ότι ο ίδιος που τραγουδάει παίζει και κιθάρα;

- Δεν το ξέρω, το αισθάνομαι.

Κινήθηκε προς την πόρτα.

- Να σας κάνω κι εγώ μια ερώτηση;

- Αμέ!

- Τη σημαίνει μλουζ παόυερ;

- Η δύναμη του μπλουζ.

- Δεν ξέρω τι είναι μπλουζ, αλλά αισθάνθηκα  τη δύναμη. Ευχαριστώ πολύ παιδί μου. Ο θεός να σε βλέπει. Κι αυτόν πως τον είπες τον Κλάρτρον.

- Κλάπτον. Κλά-πτον.

- Κλάπτον, να Κλάπτον.

Και με γρήγορα βήματα βγήκε από την πόρτα που της είχα ανοίξει.

Πρόπερσι, αγκαλιά με ένα μπουκάλι τσικουδιά, απόλαυσα τον Eric Clapton στο Hyde Park. Για μια στιγμή τον φαντάστηκα να κατεβαίνει από τη σκηνή να με πλησιάζει γελώντας. 

- Τι γίνεται ρε μαλάκα Κατσαντρέ; Ακόμα με ακούς;

- Ας όψεται μια τρισεύγενη κυρία από το Ρέθυμνο θα του απαντούσα.

 





 



 


 




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μάκης ο Τζάμης γαμπρός.

  Ωραίος ο Μάκης με το γαμπριάτικο κοστούμι! Δεν τον κάνεις πάνω από πενήντα κι όμως είναι συνομήλικός μου, πενήντα έξι στα πενήντα εφτά ο καριόλης. Μέχρι τα σαράντα μεγαλοέδειχνε αλλά μετά άρχισε να μικροδείχνει. Γαμώ τα DNA γαμώ. Ούτε φαλάκρα, ούτε κοιλιά, ούτε προγούλι ούτε τίποτα. Ο χρόνος του χάρισε μόνο ένα ασημένιο, πυκνό μαλλί που σε συνδυασμό με την λεπτή του κορμοστασιά του δίνει έναν αέρα Γάλλου μπον βιβέρ. Πουτάνα φύση … Μεγάλη μούρη από τότε ακόμη που πηγαίναμε μαζί στο γυμνάσιο. Τις έριχνε τις γκόμενες ξερές. Ωραίο αγόρι και λογάς, μα πολύ λογάς.   Ξεπαρθενεύτηκε στη Δευτέρα γυμνασίου από μια της πρώτης Λυκείου. Βέβαια έλεγε ότι το ‘χε κάνει απ’ την πρώτη τάξη με την κόρη του κυλικειάρχη, δεν ήξερε όμως ο μαλάκας ότι όταν την πήδηξα εγώ στην τρίτη, μου ορκίστηκε στο φως της ότι εκείνη την πρώτη φορά απλώς τον τρόμπαρε μέχρι που άδειασε στο χέρι της. Φυσικά δεν με έπεισε ο όρκος της όσο το αίμα στο εσώρουχό μου. Ήταν παρθένα! Ναι ήταν ψεύτης ολκής! Είχε πεθάνει το

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο

Οκτώ λεπτά.

  Το ‘χα χρονομετρήσει στο στρατό. Ένα τσιγάρο διαρκούσε οκτώ λεπτά, το Camel βέβαια γιατί αν είχα κάνει τράκα κανένα ελαφρύ, δεν έβγαζε το πεντάλεπτο. Έτσι μετρούσα το ατέλειωτο δίωρο της σκοπιάς σε οχτάλεπτα. Δώδεκα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο με δυο λεπτά διάλειμμα στο ενδιάμεσο. Στο τέλος δε χρειαζόμουνα ούτε το ρολόι, μόλις έσβηνα το δωδέκατο, μάζευα με την ησυχία μου τα αποτσίγαρα, τα τύλιγα σε ένα φύλλο τσοντοπεριοδικού που το έκανα μπαλάκι και το πέταγα στο κράνος του δεκανέα αλλαγής αντί για το προβλεπόμενο «αλτ τις ει». Χακί αριθμητική ακριβείας… -           Και από τι πέθανε ο φίλος σου; -           Από τσιγάρο. -           Κάπνιζε πολύ; -           Μπα, δεν το   ‘χε βάλει ποτέ στο στόμα του. -           Α, παθητικός καπνιστής. -           Ούτε. -           Ε τότε; -           Με το Στέλιο ήμασταν κολλητοί από το Λύκειο, μετά μαζί συγκάτοικοι στη Σαλονίκη, ώσπου τα ‘μπλεξε με κείνη τη Σερραία, ωραία κοπέλα βέβαια αλλά πώς να στο πω, κάπως κτητική. Δεν ήθε