Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο Θάνατος της Rosie.


 

“Ὦ ξεῖν᾿, ἀγγέλλειν γονέοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων χρήμασι εκμεταλευόμενοι”.

Το κακογραμένο, ασύντακτο, ανορθόγραφο αλλά επαρκώς κατατοπιστικό ρητό κοσμούσε έναν τοίχο στη Φοιτητική Εστία Θεσσαλονίκης εκείνον τον καιρό.

Έτσι είχε δυστυχώς η κατάσταση, διότι μπορεί η εξεταστική στη Σχολή να είχε πάει καλά και να είχα περάσει όλα τα μαθήματα, όμως είχα κάνει ακόμα πιο επιτυχή περάσματα και από διάφορα ευαγή ιδρύματα της συμπρωτεύουσας· έξαλα  μπαρ, μοσχομυριστά μεζεδοπωλεία, σινιέ  μπουζουκλερί, προχώ καφωδεία, μοδάτα ορθάδικα, κομψά τσαγάδικα, αμαρτωλά  καταγώγια και λοιπά και λοιπά, ων ουκ έστι χορηγός. Γι'αυτό τη λένε φτωχομάνα, διότι δε σου αφήνει λεφτά ούτε για Άσσο άφιλτρο η άτιμη η νύφη του Θερμαϊκού. Θα φταίει φαίνεται ο βρωμιάρης άντρας της ο κουραδοπνίχτης...
Αφού σκόρπισα λοιπόν με ζήλο αξιοθαύμαστο ό,τι είχε απομείνει από το φοιτητικό "επίδομα" που με κόπο έβγαζαν και μου έστελναν οι δικοί μου, μαζί με κάτι οικονομίες από το σερβιτοριλίκι μου (ευγενής τέχνη απαραίτητη στη σπουδάζουσα νεολαία) επέστρεψα στα πάτρια εδάφη χαρμάνης κι άφραγκος. Α, και χρεωμένος 2 νοίκια στο σπιτονοικοκύρη! Χαλάλι όμως, όλα είναι σκόνη στον άνεμο και άν ο άνεμος τυχαίνει να είναι είναι η αυτού εξοχότης ο Βαρδάρης ακόμα καλύτερα!

Γιατί το Ρέθυμνο δεν είναι μια πόλη που επιστρέφεις, αλλά η πόλη που ξαναδουλεύεις...

Να πάρω λεφτά (κι άλλα;;;) από την Οικογένεια δεν ήταν στα σχέδιά μου άρα έπρεπε να δουλέψω (κι άλλο;;;). Ευτυχώς ο φίλος Στέλιος με έστειλε στον κύριο Μίμη που έψαχνε σερβιτόρο.

- Έχεις ξαναδουλέψει ρε;

- Στο Μπελαπάις κύριε Μίμη, στου Γαληνού.

- Μμμμ.

- Και στο ξενοδοχείο Κρήτη στο εστιατόριο.

- Μμμμ.

- Και στο Κύμα στην καφετέρια.

- Μμμμμ.

Μούξης έκανα να του πω, αλλά τελικά υπερθεμάτισα κι εγώ:

- Μμμμμμμ!

- Δίσκο παίζεις ;

Πικ-απ είμαι ρε πουστη μου;

- Τι πράμα κύριε Μίμη;

- Δίσκο ρε  δίσκο, αυτόν που βάζουμε τα ποτήρια
ξέρεις να δουλεύεις;

- Αμέ κυριε Μίμη. και το μικρό τον πάω αέρα και τη μάνα - τον μεγάλο!

-  Μμμμμ.

 - Και μπαρ έχω δουλέψει στο Γόρτυνα στη Σκαλέτα.

- Μμμμμ.

- Μμμμμμμ!

- Μιλάς Αγγλικά;

- Σαν Λόρδος κύριε Μίμη.

- Ντύσου σαν λόρδος λοιπόν κι έλα το βράδυ στις 10 στο Beach Bar να δοκιμάσω τ'Αγγλικά σου.

Να δοκιμάσει, τι να δοκιμάσει; Διαγώνισμα θα γράψω;

Το βράδυ ντυμένος Ουέλινγκτον, περιμένω στο beach bar.

Έρχεται και ο κύριος Μίμης.

- Άκου φίλε, Αγγλικά δεν ξέρω να σε τσεκάρω, γι'αυτό διάλεξε μια τουριστριούλα, πιάσε το μπλα-μπλα κι άμα φύγεις μαζί της έλα το πρωΐ για δουλειά.

Έτσι γνώρισα τη Rosie, για χάρη του κθήκοντος σε ένα διατεταγμένο καμάκι!

Η Rosie, ήταν σχεδόν στο ύψος μου, καστανόξανθη με γαλανότατα υπνωτιστικά μάτια και ... όχι,  δε θα σας πω άλλα. Αυτές οι λεπτομέρειες άλλωστε δεν αφορούν στην ιστορία μας. Να σας πώ μόνο ότι ερωτεύτηκα πρώτα την προφορά της, μετά τα μάτια της και μετά όλα τα υπόλοιπα. Το πρωΐ δούλευα και την υπόλοιπη μέρα κάναμε με τη Rosie μου ό,τι κάνουν δυο νέοι που συναντιούται σε μια παραλιακή πόλη της Κρήτης με ήλιο, θάλασσα και δωμάτιο με air condition.

Με κορόιδευε για τα απαίσια αγγλικά μου κι εγώ την έβαζα να μου λέει σύνθετες ελληνικές λέξεις όπως "μπουρδελότσαρκα", "μαγκανοπήγαδο", "κλεφτοφάναρο", "σκουληκότρυπα", "λαχανοντολμάδες". Μια φορά τσαντισμένη, σηκώθηκε γυμνή κι άρχισε να μου απαγγέλει άπταιστα ένα χορικό: "ἄνδρα δ᾽ ὠφελεῖν ἀφὧν ἔχοι τε καὶ δύναιτο κάλλιστος πόνων" που είχε μάθει στο Πανεπιστήμιο,  έτσι λάτρεψα  το Σοφοκλή κι ας με είχε ταλαιπωρήσει ο γαμημένος στο Λύκειο. Φυσικά δεν την άφησα να το ολοκληρώσει διότι ως γνωστόν η νιότη νιώθει  ανυπομονησία  τόσο μπροστά σε ένα γυμνό σώμα όσο  κι όταν υποβάλεται στο μαρτύριο της αρχαίας ποίησης. Πόσο μάλλον στο συνδυασμό τους! 

Οι μέρες και οι νύχτες κυλούσαν παράφορες και βιαστικές,  ο χρόνος απεχθάνεται την ευτυχία και τρέχει αλαφισμένος να την αφήσει πίσω του. Τικ - τακ - τικ τακ.
Μέχρι που ένα βράδυ εκείνη πήρε την πρωτοβουλία να απαντήσει στην ερώτηση που φοβόμουν να κάνω: "Μεθαύριο επιστρέφω στο Λονδίνο". Αχχχ, γιατί οι κωλο-Βρετανοί να μην είχαν κάνει την πρωτεύουσά τους στα Χανιά, ή έστω στο Ηράκλειο ή στα Καμμένα Βούρλα βρε αδερφέ; Έπρεπε αυτός ο Έρωτας να ορίζεται από την απόσταση; Εδώ που τα λέμε ήξερα ότι ηταν μοιραίο να έρθει εκείνη η καταραμένη στιγμή, σαν καταδικασμένος σε θάνατο που αργά η γρήγορα θα έμπαινε στο κελί του ένας βλοσυρός δεσμοφύλακας και να του ανακοινώσει "Μεθαύριο θα εκτελεστείς".
Πλερέζες μαύρες και δικτυωτές. Ευτυχώς με πρόλαβε κι έμπηξε πρώτη τα κλάματα και μετά πάλι απάντησε σε μια ακόμα ανείπωτη ερώτηση (μάλλον παράκληση): 

- Θα έρθεις στο Λονδίνο μόλις τελειώσει η σεζόν.

- Θα έρθω.

- θα νοικιάσουμε ένα δωμάτιο σε ένα φτηνό ξενοδοχείο.

- Ναι, θα νοικιάσουμε.

- Θα πάμε σε μιούζικαλ μαζί.

- Ναι !
- θα νοικιάσουμε αυτοκίνητο και θα πάμε στην Κορνουάλη.

- Ναι !

- Το Σεπτέμβριο έχει και συναυλία ο Eric Clapton που σ'αρέσει!
- Ναι!

- Σ'αγαπώ.
- Κι εγω σ'αγαπώ.

Περάσαμε τις επόμενες δυο μέρες που απέμεναν για να σχεδιάσουμε το τέλειο δεκαήμερο στην Αγγλία. Δεν είχε σημασία ότι κι εκείνο το χρονικό διάστημα θα είχε το δικό του τέλος, θα βλέπαμε τι θα κάναμε. Δυο ερωτευμένοι ποτέ δεν έχουν σχέδιο για το απώτερο μέλλον. Μόνο ελπίδα και αισιοδοξία.
Το charter που την πήρε μακριά μου τη μεθεπόμενη ημέρα, κουβαλούσε μέσα του κι ένα κομμάτι της καρδιάς μου καθώς απογειωνόταν βαρύ από το αεροδρόμιο του Ηρακλείου. Πέρασα τους επόμενους 2 μήνες με διαβατηριακές διατυπώσεις και εμβάσματα για ξενοδοχείο,  αυτοκίνητο και εισιτήρια. Δούλευα σαν τρελός, έκανα τα ρεπό των πάντων ακόμα και του βοηθού που μάζευε τα ποτήρια. Πήρα δανεικά από φίλους, έκανα τράκα στη μάνα μου και ζήτησα προκαταβολή από τον κύριο Μίμη που αποδείχτηκε ανώτερος των περιστάσεων:

- Πάρε ρε καψουρομαλάκα, κοίτα να περάσεις καλά, γιατί μόλις επιστρέψεις θα δουλεύεις δεκαπέντε μέρες διπλοβάρδια για να ξεχρεώσεις.

"Τρεις του Σεπτέμβρη να πετάς" σιγοτραγούδαγα καθώς η Ολυμπιακή με πήγαινε πετώντας με 840 χιλιόμετρα την ώρα προς το αντικείμενο του πόθου μου. Μετά από πτήση τριών ωρών και σαράντα λεπτών προσγειωθήκαμε επιτέλους στη γη της Γηραιάς Αλβιώνας. Η Rosie θα με περίμενε στην έξοδο των επιβατών της πτήσης όπως είχαμε συμφωνήσει. Να 'μαι λοιπόν εγώ και οι 2 βαλίτσες μου να περιμένω τη δέσποινα των λογισμών μου. Η οποία δεν ήρθε ποτέ ! 

Προσγειωθήκαμε νωρίς το απόγευμα (κατα τις 3), είχε πάει βράδυ πια (περασμένες 9) και μόνη μου παρέα παρέμεναν οι 2 βαλίτσες. Δε μπορεί, σκέφτηκα, είχαμε συμφωνήσει ότι θα ερχόταν, μήπως δεν κατάλαβα καλά; Θα έπαιρνε το αμάξι του μπαμπά της θα με πήγαινε στο ξενοδοχείο δέκα λεπτά από το σπίτι της και θα επεστρεφε με ταξί. Αυτό ηταν το σχέδιο.

Μου είχε αφήσει έναν τηλεφωνικό αριθμό. Πήγα σε ένα τηλέφωνο με κερματοδέκτη και κάλεσα. Μου απάντησε μια τραχιά αντρική φωνή. Ποιός είναι; Εξήγησα ότι ήθελα τη  Rosie κλπ και τότε ο ουρανός έπεσε ακριβώς πάνω στο κεφάλι μου και με έριξε μέσα στο βάραθρο που άνοιξε για να με καταπιεί:

- Η Rosie σκοτώθηκε σήμερα το απόγευμα.

- Πώς;

- Τροχαίο, στο δρόμο για το αεροδρόμιο.

- Μα πώς έγινε;

- Εσύ φταίς ερχόταν για να σε παραλάβει.

- Εσείς ποιός είστε;

- Ο πατέρας της.

- Λυπάμαι, δεν ξέρετε πόσο λυπάμαι.

- Αυτό δε θα φέρει τη μικρή μου κόρη πίσω στη ζωή.

- Δώστε μου τη διεύθυνσή σας, πότε θα γίνει η κηδ...

- Εσύ φταίς για όλα γαμημένε, αν παρουσιαστείς μπροστά μου θα σε σκοτώσω μπάσταρδε. Γύρνα από κει που ήρθες

Κι έκλεισε τη γραμμή. Προσπάθησα να ξανακαλέσω. Πολλές φορές. Δεν το ξανασήκωσε κανείς.

Comfortably numb. Την έχετε νιώσει ποτέ αυτή τη γαμημένη αίσθηση; Εύχομαι όχι. Έκατσα κάπου δε θυμάμαι που, ούτε αν ήταν κάθισμα, πάγκος ή πάτωμα. Έβλεπα τους άλλους ανθρώπους να κινούνται αλλά ταυτόχρονα να μένουν στην ίδια θέση, η όρασή μου άρχισε να θολώνει και τα πάντα γύριζαν γύρω μου. Αγόρασα από ένα κιόσκι ένα Jameson 250 ml. Το κατέβασα σχεδόν μονορούφι, έπρεπε να ηρεμήσω και να σκεφτώ. Δεν ήξερα που έμενε, δεν είχα άλλο στοιχείο επικοινωνίας με το σπίτι της εκτός από εκείνο το τηλέφωνο που δεν το σήκωνε κανείς. Πέρασε τη νύχτα αλλάζοντας αίθουσες αναμονής στο αεροδρόμιο ώσπου ξημέρωσε. Τότε μου ήρθε μια ιδέα. Στο ξενοδοχείο που έμενε στο Ρέθυμνο ήξερα τη ρεσεπσιονίστ. Περίμενα αγωνιωδώς να πάει 8 ώρα Ελλάδας (6 Αγγλίας), πήρα τηλέφωνο εναν αγουροξυπνημένο φίλο στην Κρήτη, ο οποίος αφού με στόλισε με διάφορα μπινελίκια, μου βρήκε το τηλέφωνο του ξενοδοχείου και ναι, ευτυχως η Ελένη ήταν πρωϊνή βάρδια εκείνη τη μέρα:

- Θέλω στοιχεία μιας πελάτισσας που έμενε εκεί τον Ιούλιο.

- Κώστα;

- Δεν έχω καιρο για λεπτομέρειες. 

Της έδωσα ονοματεπώνυμο - μου έδωσε τη διεύθυνση από το διαβατήριο. 

- Φχαριστώ Λενιώ, τα λέμε. 

Είχα αλλάξει δραχμές σε λίρες στο Ελληνικό.

Δεν ήξερα τα δρομολόγια των τραίνων, άλλωστε βιαζόμουν, και πήρα ένα μαύρο ταξί. Αφού πλήρωσα ένα βδομαδιάτικο αποβιβάστηκα κάπου στο Χάκνευ. Βρήκα την οδο και το νούμερο που έψαχνα μέσα από μια σειρά παραταγμένων διόροφων με μικροσκοπικές μπροστινές αυλές. Ήταν πια σχεδόν μεσημέρι, έξω από το σπίτι ένα κοριτσάκι 6-8 χρονών έπαιζε με κάτι πλαστικούς κύβους με σχέδια ζώων. Με κοίταξε, μου χαμογέλασε και συνέχισε το παιχνίδι του. Χτύπησα το κουδούνι. Άνοιξε ένας γεροδεμένος τύπος γύρω στα 50 - 55. Του πήρε 1-2 δευτερόλεπτα να καταλάβει ποιός είμαι και με έπιασε από το λαιμό. Κυλιστήκαμε στο υγρό γρασίδι. Τι να κάνω, τον έπιασα κι εγώ από το λαιμό.  Άκουσα το κοριτσάκι να κλαίει. Πάνω που θα λιποθυμούσα με άφησε.

- Φύγε από εδώ, θα σε σκοτώσω πουτάνας γιέ.

- Σας παρακαλώ αφήστε με να σας μιλήσω.

- Δεν υπάρχει τίποτα εδώ για σένα βρωμιάρη.

Που βρήκε το φτυάρι που κρατούσε; ήταν έτοιμος να μου πάρει το κεφάλι. Το κοριτσάκι συνέχισε να κλαίει γοερά. Είχε τρομάξει - όχι πιο πολύ από εμένα.

- Φεύγω, απλώς θα 'θελα να ...

- Φύγε, θα σε σκοτώσω μπάσταρδε, φώναξε κραδαίνοντας το φτυάρι.

Τι να κάνω, έφυγα. πριπλανήθηα δεν ξέρω πόσες ώρες και προς τα που.

Κάποια στιγμή πείνασα κι έφαγα ένα σάντουιτς, δε θυμάμαι από τι είδους μαγαζί, μπορεί να ήταν φούρνος, και συνέχισα να περπατάω. Άρχισε να σκοτεινιάζει.

Μπήκα σε μια Pub. Knight's  κάτι έγραφε η ταμπέλα, ούτε αυτό το θυμάμαι. Έπιασα ένα σκαμπό και παράγγειλα ουίσκυ. Δε θυμάμαι τι μάρκα. Θυμάμαι μόνο το πρόσωπο του μπάρμαν που ήταν σα να είχε κόκκινες μουτζούρες στο δέρμα. Προσπαθούσα να μην την σκέφτομαι, γιατί αμέσως μου έρχονταν στο νου τσαλακωμένες λαμαρίνες, αίματα και ξεσκισμένες σάρκες. Πώς διάολο μια μέρα με τόσες λαμπρές προσδοκίες κατέληξε σε τούτον τον εφιάλτη; Φαντάστηκα την εικόνα της αιμόφυρτης Rosie μου πάνω σε ένα φορείο. Οι γιατροί την κοίταζαν ανήμποροι. Ανατρίχιασα. Ήθελα πολύ να βάλω τα κλάματα αλλά ήμουν πολύ μουδιασμένος ακόμα και γι'αυτήν την απλή αλλά ανακουφιστική λειτουργία. Πήγα για κατούρημα σε μια στενή τουαλέτα. Ούτε καθώς έβρεχα το πρόσωπό μου με νερό στο νιπτήρα κατάφερα να δακρύσω. Επέστεψα στο σκαμπό μου.  Παράγγειλα κι άλλο ποτό. Διπλό.

Στην αρχή το μέρος ήταν άδειο, μετά άρχισε να γεμίζει. Λίγα ζευγαράκια, πολλοί μεσόκοποι άνδρες. Τα ζευγαράκια γουργούριζαν στα τραπεζοκαθίσματα, οι μεγάλοι μουρμούριζαν στα σκαμπώ του μπαρ. Ο κοκκινομούρης έβαζε ποτά και πότε - πότε άλλαζε ένα μονόσιντο. Ανακάτεμα από Beatles, Rolling Stones και Led Zeppelin, Who και Jethro Tull. Εγώ συνέχισα να σκέφτομαι τη Rosie που δεν υπήρχε πια.

- Μπορείτε να βάλετε Rory Gallagher; ρώτησα τον κοκκινομούρη.
- Εδώ δεν ακούμε ιρλανδικές μαλακίες. Έχεις κάτι άλλο στο νου;

Θυμήθηκα τους στίχους της Μολυβιάς του Αγγελόπουλου.

"Μια μολυβιά μέσα στης μοίρας το τετράδιο
είν' η ζωή, είν' η ζωή του καθενός,

μια γομολάστιχα ο θάνατος και αύριο

σε μια στιγμή τα πάντα γίνονται καπνό
ς"

- Θέλω το Dust in the Wind, των Kansas, παρακάλεσα.
- Γαμημένοι Αμερικάνοι, έγρουξε ο κοκκινομούρης.

- Γαμημένοι Άγγλοι, απάντησα, όλοι είναι γαμημένοι εκτός από εσάς.

- Γαμημένοι Έλληνες, διαπίστωσε, κι αυτή τη φορά γέλασε μαλακωμένος.

Πήρα θάρρος.

- Θα το βάλεις;

- Εδώ όποιος διαλέγει τραγούδι, κερνάει τα παιδιά, είπε, και έδειξε τους υπόλοιπους τύπους στα σκαμπώ που είχαν σταματήσει τις κουβέντες τους και μας παρακολουθούσαν. Μέτρησα επτά ποτήρια, κι ένα το δικό μου οκτώ. Κι άλλο ένα του κοκκινομούρη.

- Θα πιείς κι εσύ.

Ήπιαν και οι εννιά στην υγειά μου την ώρα που ακούστηκαν οι πρώτoι αρπισμοί της μελωδίας.Μέχι να ακουστούν  οι πρώτοι στίχοι από τον Steve Walsh τα ποτήρια είχαν αδειάσει.

" I close my eyes
Only for a moment, and the moment's gone

All my dreams

Pass before my eyes, a curiosity

Dust in the wind

All they are is dust in the wind...
"

Πάλι ήρθε στα μάτια μου η εικόνα της Rosie, όχι με αίματα αυτή τη φορα, αλλά να τρακάρει με το αυτοκίνητο του μπαμπά της και να διαλύεται σε μια φωτεινή αστεροσκόνη. Το τραγούδι τελείωσε, ο μπάρμαν έβαλε το Stairway toy Heaven. Ήθελε να κάνει νοηματική συνδεση ο μαλάκας. Τα ζευγαράκια αραίωναν, σκέφτηκα ότι σε ένα τέτοιο μέρος θα ήμουνα κι εγώ με τη Rosie και θα φεύγαμε για το ξενοδοχείο μας. Για το κρεβάτι μας. Ζήτησα λογαριασμό και μόλις πλήρωσα έκανα έναν γρήγορο υπολογισμό.
- Κέρασε μας όλους. και ξαναβάλε το Dust in the wind.
Αυτό επαναλήφθηκε άλες 2 φορές, δεν είχα λεφτά για περισσότερες. Οι Βρετανοί καράβλαχοι με κοίταζαν, άλλοι ειρωνικά, άλλοι με απορία και ένας - δυο με λύπη.

- Σειρά σου να κεράσεις, είπα στον κοκκινομούρη.

Γέμισε άλλα εννιά και έβαλε το A million miles away του Rory Gallagher.

- Γαμημένοι Ιρλανδοί του είπα και τσουγκρίσαμε.

- Γαμημένοι Άγγλοι αντιγύρισε.

Οι υπόλοιποι κοίταζαν σκυφτοί τα ποτήρια τους. Ξαφνικά ένας σηκώθηκε και φώναξε:

- Ποτά για όλους, και ξαναβάλε το Dust in the Wind!

Μόλις τέλειωσε το κομμάτι, έκανε το ίδιο και ο διπλανός του και μετά ένας άλλος και μετά άλλος. Θυμάμαι αχνά ότι κάποια στιγμή βρεθήκαμε όλοι μαζί αγκαλιασμένοι και κράζαμε γοερά τους στίχους του τραγουδιού. Οι ανάσες μας μύριζαν αλκοόλ, εμετό και απόγνωση. Ενας έκλαιγε, εγώ δεν τα κατάφερα να τον μιμηθώ. Ο μπάρμαν μας κοίταζε με τα χέρια στη μέση, είχα πάρει χαμπάρι ότι δεν έπινε στην πραγματικότητα, σίγουρα το μπουκάλι που φύλαγε για τον εαυτό του είχε αγνό τσαγάκι, αλλά γιατί να τον κακίσω; Επαγγελματίας άνθρωπος, σιγά μη μέθαγε  παρέα με τον κάθε χαροκαμένο κακομοίρη ...
Δεν ειχα που να πάω  αλλά έπρεπε να φύγω. Σηκώθηκα προσεκτικά από το σκαμπό, σήκωσα το χέρι για να αποχαιρετήσω την παρέα και άρχισα παραπατωντας να προσωρώ προς την πόρτ, η οποία εκείνη τη στιγμή άνοιγε και πήκε μέσα ... ο μπαμπάς της Rosie. Μπήκε γελώντας αγκαλιά με μια ψηλή ξανθιά γύρω στα σαράντα και πίσω τους σουρνάμενη και κουνάμενη .. η Rosie αυτοπροσώπως !

Και μετά λιποθύμησα!

Ξύπνησα με την αίσθηση ότι η γλώσσα μου είχε αντικατασταθεί από ένα κομμάτι σάπιο ξύλο. Βρισκόμουν ξαπλωμένος σε έναν καναπέ, μέσα σε μα μικρη κουζίνα με πάσο. Το φως με τύφλωνε. Βρήκα το δρόμο για το νεροχύτη, αναζήτησα με αγωνία ένα ποτήρι, αλλά τελικά βολεύτηκα με μια φλυτζάνα του που τη γέμισα νερό από τη βρύση. Τι απαίσια γεύση είχε το νερό του Λονδίνου! Μπλιάχ!

Έκατσα στον καναπέ και προσπάθησα να μαζέψω το μυαλό μου. Πού στο διάολο ήμουν; Τότε άκουσα ένα θόρυβο από βήματα και ένιωσα μια σκιά να πέφτει πάνω μου. Πάλι ο μπαμπάς της Rosie!

Έκατσε απέναντί μου σε μια καρέκλα, έβγαλε ένα πακέτο Kent, πήρε ένα τσιγάρο για τον εαυτό του και  μετά μου το έτεινε για να πάρω κι εγώ. Καπνίσαμε για λίγο αμίλητοι και μετά ξεκίνησε να μιλάει.
- Νομίζαμε ότι θα την έκανες αλλά εσύ ήθελες London night life. Πάει καλά. Πριν ρωτήσεις οτιδήποτε, μάλλον πρέπει να στα πω εγώ γιατί εδώ που φτάσαμε δε μπορώ να κάνω αλλιώς.

Τον κοίταγα σαν βλάκας.

- Πες.

- Είμαι ο θείος της, ο άντρας της αδελφής της μαμάς της που χάθηκε από καρκίνο, ο μπαμπάς ένα χαμένο κορμί ούτε που ξέρουμε που βρίσκεται. Τη μεγαλώσαμε εμείς και η Τζο, η θεία της, η γυναίκα μου

- Και;

- Έτσι τη βγάζει. Σπουδάζει και δουλεύει, και τα καλοκαίρια βρίσκει κορόιδα σαν κι εσένα, τους πουλάει ένα παραμυθι και τους βάζει να της στείλουν χρήματα για δήθεν ξενοδοχεία, rent a car  κλπ. Μετά κατασκευάζει ένα τροχαίο και τα κορόιδα επιστρέφουν σπίτι τους έχοντας στο νου τους μια νεκρή και μια βαριά συνείδηση ότι συνέβαλαν άθελά τους στο θανατό της. Αυτή είναι η ιστορία. Οι λογαριασμοί που έστελνες τα λεφτά δε συνδέονται α΄μεσα μαζί της, άρα ακόμα κι αν πας στην Αστυνομία δε θα βρουν τίποτα.

- Πήγες να με πνίξεις!

- Ήρθες στο σπίτι μου τρόμαξες την κόρη μου., παρά λίγο να μας πάρουν χαμπάρι οι γείτονες.

- Πλήρωσα τις επόμενες διακοπές της λοιπόν.

- Ναι, και κάτι δικά μου μικροέξοδα. Τι θα κάνεις γι'αυτό;

- Τίποτα. Κάποτε δι΄βασα για κάποιον που αναζητούσε τον έρωτα και βρήκε την απάτη.

- Τα βιβλία είναι γραμένα από τη ζωή φίλε μου.

- Θέλω μια χάρη.

- Αν μπορώ ...

- Κλείσε μου ένα εισιτήριο για Αθήνα με British Airways. Πρώτη θέση.

- Το έχω κάνει ήδη. Μέχρι να πιείς τον καφέ που θα σου φτιάξω θα έχει έρθει και το ταξί για το αεροδρόμιο. Θες μπέηκον ή λουκάνικο στην ομελέτα;

- Μπέηκον. Εδώ δεν ξέρετε από λουκάνικα.

Ήταν το ακριβότερο aller-retour αεροπορικό  ταξίδι της ζωής μου. Ως τώρα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μάκης ο Τζάμης γαμπρός.

  Ωραίος ο Μάκης με το γαμπριάτικο κοστούμι! Δεν τον κάνεις πάνω από πενήντα κι όμως είναι συνομήλικός μου, πενήντα έξι στα πενήντα εφτά ο καριόλης. Μέχρι τα σαράντα μεγαλοέδειχνε αλλά μετά άρχισε να μικροδείχνει. Γαμώ τα DNA γαμώ. Ούτε φαλάκρα, ούτε κοιλιά, ούτε προγούλι ούτε τίποτα. Ο χρόνος του χάρισε μόνο ένα ασημένιο, πυκνό μαλλί που σε συνδυασμό με την λεπτή του κορμοστασιά του δίνει έναν αέρα Γάλλου μπον βιβέρ. Πουτάνα φύση … Μεγάλη μούρη από τότε ακόμη που πηγαίναμε μαζί στο γυμνάσιο. Τις έριχνε τις γκόμενες ξερές. Ωραίο αγόρι και λογάς, μα πολύ λογάς.   Ξεπαρθενεύτηκε στη Δευτέρα γυμνασίου από μια της πρώτης Λυκείου. Βέβαια έλεγε ότι το ‘χε κάνει απ’ την πρώτη τάξη με την κόρη του κυλικειάρχη, δεν ήξερε όμως ο μαλάκας ότι όταν την πήδηξα εγώ στην τρίτη, μου ορκίστηκε στο φως της ότι εκείνη την πρώτη φορά απλώς τον τρόμπαρε μέχρι που άδειασε στο χέρι της. Φυσικά δεν με έπεισε ο όρκος της όσο το αίμα στο εσώρουχό μου. Ήταν παρθένα! Ναι ήταν ψεύτης ολκής! Είχε πεθάνει το

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο

Οκτώ λεπτά.

  Το ‘χα χρονομετρήσει στο στρατό. Ένα τσιγάρο διαρκούσε οκτώ λεπτά, το Camel βέβαια γιατί αν είχα κάνει τράκα κανένα ελαφρύ, δεν έβγαζε το πεντάλεπτο. Έτσι μετρούσα το ατέλειωτο δίωρο της σκοπιάς σε οχτάλεπτα. Δώδεκα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο με δυο λεπτά διάλειμμα στο ενδιάμεσο. Στο τέλος δε χρειαζόμουνα ούτε το ρολόι, μόλις έσβηνα το δωδέκατο, μάζευα με την ησυχία μου τα αποτσίγαρα, τα τύλιγα σε ένα φύλλο τσοντοπεριοδικού που το έκανα μπαλάκι και το πέταγα στο κράνος του δεκανέα αλλαγής αντί για το προβλεπόμενο «αλτ τις ει». Χακί αριθμητική ακριβείας… -           Και από τι πέθανε ο φίλος σου; -           Από τσιγάρο. -           Κάπνιζε πολύ; -           Μπα, δεν το   ‘χε βάλει ποτέ στο στόμα του. -           Α, παθητικός καπνιστής. -           Ούτε. -           Ε τότε; -           Με το Στέλιο ήμασταν κολλητοί από το Λύκειο, μετά μαζί συγκάτοικοι στη Σαλονίκη, ώσπου τα ‘μπλεξε με κείνη τη Σερραία, ωραία κοπέλα βέβαια αλλά πώς να στο πω, κάπως κτητική. Δεν ήθε