Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο παρ'ολίγον συγγραφέας και η κόρη του συνομιλούν

 

Gao Xingjian - La Fin du Monde, 2006


- Το μυαλό μου, αγάπη μου, δημιουργεί χαρακτήρες τόσο πειστικούς που στο τέλος γίνονται πραγματικοί, κι αν δεν τους βάλω να ξεκουραστούν πάνω στο χαρτί, εκείνοι ολημερίς κι οληνυχτίς με  καταδιώκουν.
 
- Λες μαλακίες μπαμπά, δε μπορεί να σε κυνηγούν στ'αλήθεια πρόσωπα που μόνο στη φαντασία σου υπάρχουν. Δεν είσαι τρελός.
 
- Δεν έχει σχέση με την τρέλα αυτό μικρή μου, αλλά ναι, υπάρχουν μαζί μου, αναπνέουν τον αέρα μου, τρώνε απ'το φαΐ μου, κοιμούνται στο σπίτι μου, σχολιάζουν τις απόψεις μου, διεκδικούν το χώρο τους στη ζωή μου και δε μ'αφήνουν ήσυχο μέχρι να γίνουν υποκείμενα σε γραπτές προτάσεις.
 
- Κοιτώ μα δεν τους βλέπω γύρω σου ρε μπαμπά, εδώ και χρόνια μου μιλάς για πρόσωπα που δεν υπάρχουν, τουλάχιστον εγώ δεν τα έχω δει. Σου λέω ότι αερολογείς και με φοβίζεις, τουλάχιστον δώσε μου μια ένδειξη, διατύπωσε ένα έστω επιχείρημα να με πείσεις για την ύπαρξή τους.
 
- Μα δεν το βλέπεις αγάπη μου και μόνη σου; Δεν έχεις συνείδηση.
 
- Τι συνείδηση ρε μπαμπά; Μου τσαμπουνάς ασυναρτησίες που απαιτείς να πιστέψω απλά και μόνο επειδή βγαίνουν από το στόμα σου και μετά εγώ έχω θέμα με τη συνείδησή μου;
 
- Συνείδηση, μικρή μου, συνείδηση. Συνείδηση !
 
- Συνείδηση ποιού πράγματος;
 
- Της ανυπαρξίας σου γλυκειά μου.
 
- Μπα, τώρα είμαι κι ανύπαρκτη;
 
- Δυστυχώς.
 
- Γυμνός από επιχειρήματα λες τέτοια πράγματα στην ίδια σου την κόρη. Ξεφτίλα!
 
- Πρόσεχε πώς μιλά στον πατέρα σου βρε καθαρματάκι! Έχω επιχείρημα ακλόνητο της ανυπαρξίας σου.
 
- Και ποιό είναι αυτό σε παρακαλώ εξυπνούλη μπαμπά μου;
 
- Αγάπη μου ... δεν εχω κόρη.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μάκης ο Τζάμης γαμπρός.

  Ωραίος ο Μάκης με το γαμπριάτικο κοστούμι! Δεν τον κάνεις πάνω από πενήντα κι όμως είναι συνομήλικός μου, πενήντα έξι στα πενήντα εφτά ο καριόλης. Μέχρι τα σαράντα μεγαλοέδειχνε αλλά μετά άρχισε να μικροδείχνει. Γαμώ τα DNA γαμώ. Ούτε φαλάκρα, ούτε κοιλιά, ούτε προγούλι ούτε τίποτα. Ο χρόνος του χάρισε μόνο ένα ασημένιο, πυκνό μαλλί που σε συνδυασμό με την λεπτή του κορμοστασιά του δίνει έναν αέρα Γάλλου μπον βιβέρ. Πουτάνα φύση … Μεγάλη μούρη από τότε ακόμη που πηγαίναμε μαζί στο γυμνάσιο. Τις έριχνε τις γκόμενες ξερές. Ωραίο αγόρι και λογάς, μα πολύ λογάς.   Ξεπαρθενεύτηκε στη Δευτέρα γυμνασίου από μια της πρώτης Λυκείου. Βέβαια έλεγε ότι το ‘χε κάνει απ’ την πρώτη τάξη με την κόρη του κυλικειάρχη, δεν ήξερε όμως ο μαλάκας ότι όταν την πήδηξα εγώ στην τρίτη, μου ορκίστηκε στο φως της ότι εκείνη την πρώτη φορά απλώς τον τρόμπαρε μέχρι που άδειασε στο χέρι της. Φυσικά δεν με έπεισε ο όρκος της όσο το αίμα στο εσώρουχό μου. Ήταν παρθένα! Ναι ήταν ψεύτης ολκής! Είχε πεθάνει το

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο

Οκτώ λεπτά.

  Το ‘χα χρονομετρήσει στο στρατό. Ένα τσιγάρο διαρκούσε οκτώ λεπτά, το Camel βέβαια γιατί αν είχα κάνει τράκα κανένα ελαφρύ, δεν έβγαζε το πεντάλεπτο. Έτσι μετρούσα το ατέλειωτο δίωρο της σκοπιάς σε οχτάλεπτα. Δώδεκα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο με δυο λεπτά διάλειμμα στο ενδιάμεσο. Στο τέλος δε χρειαζόμουνα ούτε το ρολόι, μόλις έσβηνα το δωδέκατο, μάζευα με την ησυχία μου τα αποτσίγαρα, τα τύλιγα σε ένα φύλλο τσοντοπεριοδικού που το έκανα μπαλάκι και το πέταγα στο κράνος του δεκανέα αλλαγής αντί για το προβλεπόμενο «αλτ τις ει». Χακί αριθμητική ακριβείας… -           Και από τι πέθανε ο φίλος σου; -           Από τσιγάρο. -           Κάπνιζε πολύ; -           Μπα, δεν το   ‘χε βάλει ποτέ στο στόμα του. -           Α, παθητικός καπνιστής. -           Ούτε. -           Ε τότε; -           Με το Στέλιο ήμασταν κολλητοί από το Λύκειο, μετά μαζί συγκάτοικοι στη Σαλονίκη, ώσπου τα ‘μπλεξε με κείνη τη Σερραία, ωραία κοπέλα βέβαια αλλά πώς να στο πω, κάπως κτητική. Δεν ήθε