Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ένας εχθρός του λαού

 



Φοβερό όνειρο είδα που λέτε οψές το βράδυ:
Παρακολουθούσα λέει την παράσταση "Ένας εχθρός του λαού*" .
Στον ρόλο του Τόμας Στόκμαν, ήταν φυσικά ο Σωτήρης Τσιόδρας, ο οποίος δεν έπαιξε κι άσχημα εδώ που τα λέμε, απλώς η ερμηνεία ήταν λίγο άτονη και άνευρη θα έλεγα, σε σημείο που με πήρε 2-3 φορές ο ύπνος, πράγμα που δε με πείραξε βέβαια, αφού όπως αντιλαμβάνεστε ήμουν ήδη κοιμισμένος.
Ομολογώ όμως ότι σε κάποια σημεία ο Στόκμαν-Τσιόδρας ήταν συνταρακτικός, όπως όταν υμνωδούσε γεμάτος τηλεοπτική κατάνυξη στο αβαείο του Μούνκεβι ή στη φάση που εμφανίζεται ως ο ήρωας με το λεκιασμένο φανελάκι στο ομώνυμο νοσκοκομείο - έξοχες προσαρμογές του σκηνοθέτη αμφότερες κατά τη γνώμη μου.
Στο τέλος, με ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και ανακούφισης παρακολούθησα την τελική ήττα του πρωταγωνιστή από το φαυλεπίφαυλο κατεστημένο και την αναπόφευκτη συντριβή του. Μετά την αυλαία άναψαν τα φώτα και καθώς σκούπιζα τα δάκρυα που είχαν φέρει τόσα γέλια στα μάτια μου με ένα χαρτομάντηλο, πρόσεξα τον διπλανό μου ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον συγγραφέα.
"Ω,Ερρίκε, τι καταπληκτικά που γράφετε !" τον επαίνεσα φυσώντας τη μύτη μου με θόρυβο.
"Φίλτατέ μου, " απάντησε αηδιασμένος, «αν ποτέ η Τέχνη κάνει μήνυση στη Ζωή για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας θα της πάρει και τα σώβρακα της παλιοπουτάνας».


* Έργο του Ερρίκου Ίμπσεν, με θέμα έναν γιατρό μιας πόλης, που χαίρει της εκτίμησης των Αρχών, έως ότου εκείνος αποκαλύπτει μια υγειονομική απάτη που θέτει σε κίνδυνο τις ζωές των συμπολιτών του. Ο μέγας Νορβηγός πραγματεύεται την προσπάθεια συγκάλυψης της αλήθειας, την κοινωνική διαφθορά και τα βρώμικα παρασκήνια της πολιτικής.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο ...

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α...