Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Everybody knows...


 "Ξαδέρφη, άκουσα το γυιό σου να ψέλνει σήμερο στην εκκλησία και ήτονε η φωνή ντου σα ντου γαϊδάρου", είπε στη μάνα μου σκασμένος στα γέλια επιστρέφοντας από το μνημόσυνο του μπάρμπα μου του Νίκου (του Νικακιού). Με αυτή τη σκληρή αλλά δίκαιη αξιολόγηση ο μπάρμπας μου ο Γιώργης ο Ρόμπολας κύλισε τον λίθο που σφράγισε το τέλος της σταδιοδρομίας μου ως ψάλτου. Στο ίδιο κριτικό και συνάμα πικρά σκωπτικό πνεύμα ρώτησε τον πατέρα μου, που όταν είναι κουρασμένος από τη δουλειά στα χωράφια δε διακρίνεται για την καλή του διάθεση: "ξάδερφε, να'χα μου δάνειζες τη μούρη σου απού έχω να πάω σε μιαν κηδεία αύριο"!

Ο θείος Γιώργης ο Ρόμπολας έμοιαζε με τον Λέοναρντ Κοέν: αδύνατος, νευρώδης, μυτόγκας σκούρος, με νανουριστή βαθειά φωνή και καλογυναικάς. Μόνο στα καλαμπούρια διέφεραν αλλά όχι απόλυτα γιατί ήταν φορές που το βλέμα του Γιώργη δραπέτευε και καρφωνόταν στιγμιαία κάπου με τρυφερότητα, θλίψη και απόγνωση μα γλήγορα επέστρεφε αλέγκρο πότε με αστεία κι άλλοτε με νεύρα.
Τη χρονιά που έδινα πανελαδικές με φωνάζει και μου λέει: "έλα από του "Ρούλη" να πάρεις τα κλειδιά του αμαξιού να μη γυρίζεις σαν τον κακομοίρη στο Ρέθυμνο με τα πόδια. Εγώ θα πάω με το ταξί στο σπίτι. Και μετά το φροντιστήριο να πας στο χωριό κατευθείαν.  Αλητάμπουρα να προσέχεις θα με σκοτώσει η μάνα σου".
Είχε μια κασέτα με τα best of του Vangelis Παπαθανασίου μόνιμα στο κασετόφωνο. "Αυτός είναι μεγαλοφυία ανηψιέ, τη μουσική του τη βάνει η ΝΑΣΑ και την ακούνε οι αστροναύτες στα διαστημόπλοια" με ενημέρωσε.
Μάιστα, δεκαετία του 80, δεκαεπτάχρονος με αυτοκίνητο. Γιούπι - από τύχη γλιτώσαμε εγώ ο "Τσουβές", ο "Στραβός" και ο Γιάννης με τα ωραία μακριά μαλλιά του οποίου το παρατσούκλι μου διαφεύγει τώρα!
Ένα Σάββατο πρωΐ με πετυχαίνει να επιστρέφω (με το RENAULT του φυσικά) από ένα ολονύχτιο γλέντι στη  "Disco Libra". Δε με αφησε να πάω για ύπνο, παρά με έβαλε μαζί με άλλους δυο συνομίληκους λεβέντες να φτυαρίζουμε  μέχρι το απόγευμα ένα τριαξονικό πυρήνα στο ελαιουργείο του Πρινέ. Δε χάριζε κάστανα ο Ρόμπολας. Κι εγώ δεν ξαναπάτησα στη Libra.
Μιαν άλλη φορά σ'εκείνο το θρυλικό ελαιουργείο του μας βλέπει τρία άτομα να προσπαθούμε να σπρώξουμε ένα καρότσι ντορμπάδες ενώ σπινιάραμε πάνω στο λαδωμένο δάπεδο παραπατωντας σαν μεθυσμένοι. Μας έκανε πέρα εκνευρισμένος και το πήγε με τα χίλια μόνος του ως το παλάγκο. "Σας έχει φάει η μαλακία ρε λαστιχοτσούτσουνοι"!
Την τελευταία φορά που τον χαιρέτισα -πέρισυ, οδηγούσε ένα KAWASAKI GPZ.

Ο πατέρας και η μάνα μου τον αγαπούσαν σαν αδερφό. Εγώ και η αδερφή μου τον αγαπούσαμε  σαν πατέρα. Δεν του είπα ποτε ότι το χρυσό SEIKO που μια φορά μου χάρισε, το έχασα λίγες μέρες αργότερα στις τουαλέτες του "ΚΥΔΩΝ" πηγαίνοντας για Αθήνα. Δεν του ομολογησα ποτέ ότι τον θαύμαζα σαν υπερήρωα.
Δε θα του το συγχωρήσω ποτέ που έφυγε τόσο νωρίς.





 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο ...

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α...