Την κοίταζα σαν
υπνωτισμένος.
Ήταν μισοξαπλωμένη στον καναπέ με φιδίσια νωχέλεια, το ένα της χέρι στήριζε τον
υπέροχο κορμό της με τον αγκώνα, ενώ το άλλο ακουμπούσε με χάρη πάνω στο γοφό της.
Φορούσε ένα στενό τζιν παντελόνι που τόνιζε τις αγαλματένιες καμπύλες της κι ένα
στενό μπλουζάκι που αναδείκνυε τα σφριγηλά στήθη και άφηνε τα χυτά της χέρια ελεύθερα
να τα χαρεί το μάτι μου. Μοναδικό της κόσμημα ένα χρυσό βραχιόλι σε σχήμα
φιδιού στο δεξί της μπράτσο.
Το πρόσωπό της ήταν πανέμορφο με μια ελαφρώς αλαζονική έκφραση που έμοιαζε με
χαμόγελο ή γκριμάτσα περιφρόνησης. Τα μάτια της με κοιτούσαν με τη σιγουριά της
γοητείας των τριάντα (και ούτε) χρόνων της. Μου θύμιζε κάτι φωτογραφίες της νεαρής Μελίνας
Μερκούρη.
Μόνο που αυτή η φωτογραφία που τώρα κοίταζα και την είχα ξεχωρίσει ανάμεσα στις
άλλες που ήταν παραταγμένες στο οστεοφυλάκιο ήταν έγχρωμη και πολύ πιο ευκρινής.
Και από κάτω της κολλημένο με σελοτέηπ ένα φύλλο Α4 που έγραφε:
«Παρακαλούνται οι συγγενείς της θανούσης να έλθουν
σε επικοινωνία με το γραφείο του Νεκροταφείου διαφορετικά τα οστά της θα
μεταφερθούν στο χωνευτήριο για καύση»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου