Τελευταία Κυριακή της σεζόν. Το μέρος έμοιαζε με συνέδριο κρετίνων. Κρετίνοι κάθε τύπου, ηλικίας, φύλου, τάξης και ιδεολογίας. Κρετίνοι μέσα στη θάλασσα που λαμπύριζε κάτω από το χάδι του ήλιου, κρετίνοι στις ξαπλώστρες της παραλίας που ήταν παραταγμένες σαν αλουμινένια στρατιωτάκια κάτω από τις ψάθινες ομπρέλες, κρετίνοι στα τραπεζοκαθίσματα του «ντεκ» από εμποτισμένο με χημικά ξύλο, κρετίνοι στη «σάλα» που έβραζε κάτω από το ξύλινο στέγαστρο με τους ανεμιστήρες που ανακάτευαν τον αέρα αντί να τον δροσίζουν, κρετίνοι βάδιζαν αμέριμνοι στο διάδρομο που τη χώριζε από την παραλία, κρετίνοι περίμεναν ανυπόμονα στο ταμείο για να πληρώσουν τα παγωτά τους, κρετίνοι μάλωναν με το παιδί στην είσοδο για το πεντάευρο της «ελάχιστης κατανάλωσης», κρετίνοι έβγαιναν από τις τουαλέτες χωρίς να έχουν τραβήξει το καζανάκι, κρετίνοι έπλεναν τα πόδια τους στους νιπτήρες με κίνδυνο στην καλύτερη να βουλώσουν την αποχέτευση ή γλιστρήσουν και να σπάσουν κανέναν γοφό στη χειρότερη.
Μια βοή από κλάματα μωρών ανακατωμένα με κραυγές κυράδων, αγριοφωνάρες μεσόκοπων ανδρών που το έπαιζαν τζόβενα και γέλια που έβγαιναν με το ζόρι από στόματα μπουκωμένα με τηγανιτά καλαμαράκια, χοιρινά σουβλάκια, πατάτες, τοστ, τυρόπιτες και κριθαρότα με κατεψυγμένα θαλασσινά.
Οι κρετίνοι κάθε τόσο γύρναγαν το κεφάλι και φώναζαν σε κάποιο από τα παιδιά του σέρβις «ε κοπελιά», «ελάτε από εδώ σας παρακαλώ», «νεαρέέέέ», «συγνώμηηηηη», «έχετε πει το τοστ μου;», «θα ‘ρθειτε, μισή ώρα περιμένω», «δε βρίσκω ξαπλώστρααααα», «ε φιλαράκο» και άλλα λιγότερο ή περισσότερο ευγενικά. Ένας παχουλός κυριούλης αρπάζει από τον αγκώνα μια νεραϊδόμορφη σερβιτόρα και της χώνει ένα δεκάευρο στο χεράκι. Η σύζυγος τον κάρφωσε θυμωμένη, μα μετά θυμήθηκε ότι ήθελε να της πάρει 2-3 παρεό από την πλανόδια μπουτίκ του Πακιστανού και έστρεψε ανέκφραστη το βλέμμα στη θάλασσα. Η μικρή νεράιδα ψέλλισε ένα αμήχανο ευχαριστώ και συνέχισε τον δρόμο της με ανάμεικτα συναισθήματα.
Κοιτώντας όλο αυτό το κακόηχο μελίσσι που έζεχνε ιδρώτα, κρεμμυδίλα και αντηλιακό μου φαινόταν πως έβλεπα έναν πηχτό χυλό, μια γλιστερή μάζα.
Θυμήθηκα ότι κοντά στις τουαλέτες είχα δει μια πυροσβεστική μάνικα. Λες να έχει αρκετό νερό γι’ αυτό που μόλις σκέφτηκα; Ξετύλιξα το χοντρό λάστιχο, έπιασα τη μάνικα στα χέρια μου και περίμενα. Πήρε αρκετή ώρα να βρεθούν όλα τα παιδιά του σέρβις πίσω, άλλοι στο μπαρ, άλλοι στο πίσω τραπέζι (το κωλοβαροτράπεζο) για τσιγάρο, άλλοι στο παγωτατζήδικο. Timing!
Στάθηκα στη μέση της σάλας – εκεί που άρχιζε να απλώνεται ο κρετινικός ανθρωποπολτός, και άνοιξα τη μάνικα σημαδεύοντας το κέντρο σαν να σημάδευα τις μπίλιες στο αμερικάνικο μπιλιάρδο. Ύστερα άρχισα να στρέφω πότε προς τα δεξιά πότε προς τα αριστερά, σα να κρατούσα οπλοπολυβόλο. Όλα εκτυλίσσονταν γρήγορα σαν φάση από ταινία του βωβού κινηματογράφου: Φςςςςςςςςςςςςςςςςς! Κάποιοι ίσα που πρόλαβαν να γυρίσουν το κεφάλι και να με δουν λίγο πριν τους παρασύρει η πίεση του νερού και πέσουν ανάσκελα. Άλλοι έφαγαν το υδάτινο δόρυ στην πλάτη και έπεσαν μπρούμυτα. Άλλοι στο πλάι. Συνέχισα τη δουλειά μου προς όλες τις κατευθύνσεις πάνω στον πολτό ώσπου το νερό τους παρέσυρε όλους μέσα στη θάλασσα. Τώρα πια όλοι μαζί είχαν γίνει μια καφετιά μάζα, μια τεράστια, άσχημη, σιχαμερή τηγανίτα που επέπλεε ενώ συνέχισα να την στοχεύω, ώσπου παρασυρμένη από το ρεύμα και τον αέρα έφυγε από το βεληνεκές μου και συνέχισε την πορεία της προς τα ανοιχτά.
Γυρίζω πίσω που και βλέπω τα παιδιά να με κοιτούν. Άναυδα. Τι κοιτάτε ρε; Καθάρισα το μαγαζί. Πειράζει; Βαδίζω ήσυχα, πάω και κλείνω τη στρόφιγγα του νερού, ξανατυλίγω προσεκτικά το λάστιχο στη θέση του και επιστρέφω στο αγαπημένο μου τραπέζι. Παρά τον χαμό που είχα προκαλέσει, το τσιπουράκι έστεκε ακόμα εκεί! Ήπια απολαυστικά όσο είχε μείνει στην υγειά μου, στην υγειά του τελευταίου, του μοναδικού πια κρετίνου στο μαγαζί και έμεινα να ατενίζω το πέλαγο. Πρόλαβα ν’ ακούσω το σύρσιμο του λάστιχου στο δάπεδο και το σφύριγμα του νερού, πρόφτασα να γυρίσω και να δω τον πίδακα που ερχόταν με ορμή κατά πάνω μου και φυσικά αναγνώρισα και τη γαϊδούρα που κράταγε τη μάνικα. Δυστυχώς δεν πρόφτασα να αποφύγω τα υπόλοιπα...
Επιπλέω μακαρίως στην απέραντη γαλάζια αιώρα της θαλάσσης, καθώς σκέφτομαι ότι ήταν πολύ σοφό εκ μέρους μου να έχω γράψει τα γεγονότα, λίγο πριν αυτά συμβούν, αντί να περιμένω να περάσει καμμιά ψαρόβαρκα ή το πλοίο της γραμμής για να σας τα στείλω.
_________
Υ.Γ. Αφιερωμένο με αγάπη στα ακούραστα παιδιά του θερινού μου καταφυγίου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου