Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το κουμπί (Ιστορία για το μέτωπο)


 

Κρήτη, Αύγουστος 1976.
Εκείνο το καλοκαιρινό μεσημέρι ο Μαρνιερογιάννης αφού είχε κατατροπώσει τους συμπαίκτες του στην πρέφα, απολάμβανε κάτω από τη σκιά της κρεβατίνας στην ταράτσα του καφενείου την παγωμένη λεμονάδα που είχε κερδίσει με την απαράμιλλη μαστοριά του.
Ήταν η ώρα που η μεσημεριανή κάψα διέκοπτε το παιχνίδι μας στα στενά του χωριού – παίζαμε Πόλεμο, και πιάσαμε κι εμείς στασίδι στη δροσεράδα, για να ξαποστάσουμε δίπλα στον στρατηγό της τράπουλας, ο οποίος μας παρατηρούσε με ενδιαφέρον καθώς ρουφούσε το αναψυκτικό του.

Ήμασταν αλήθεια ένα αλλοπρόσαλλο στρατιωτικό κλιμάκιο. Άλλος φορούσε ένα πλαστικό κράνος με το αστέρι του αμερικάνικου στρατού, δώρο σίγουρα κάποιου θείου από τη “Χώρα”, άλλος ένα στρογγυλό τάπερ κλεμμένο από τη μάνα του, άλλος ένα φθαρμένο στρατιωτικό τζόκεϊ – προφανώς λάφυρο από κάποιον συγγενή που το ‘χε κρατήσει ενθύμιο από τη θητεία, άλλος παρέμενε ασκεπής είτε επειδή δεν πρόλαβε να σουφρώσει κάτι από το σπίτι είτε γιατί το είχε χάσει στο τρεχαλητό. Εγώ φορούσα ένα υφασμάτινο καπέλο παραλίας πράγμα που σήμαινε ότι ανήκα στο εκστρατευτικό σώμα της Μέσης Ανατολής, ενώ για όπλο είχα ένα κοντάρι σκούπας που είχα αποσπάσει πριονίζοντάς το, πράγμα που σήμαινε ότι θα έτρωγα ξύλο το απόγευμα και μάλιστα με την ίδια μου τη λεία. Άλλοι πάλι κράταγαν μουρνόβιτσες και ελιδόξυλα, ενώ κάποιοι τυχεροί κράδαιναν πλαστικά αυτόματα όπλα ή ψεύτικα περίστροφα που έπαιρναν εκείνα τα κόκκινα καψούλια και έκαναν “πιφ” αντί για “μπαμ” όταν πυροβολούσαν.

Ο μπάρμπα – Γιάννης έριξε μια παρατεταμένη τελευταία ρουφηξιά από το καλαμάκι, μέχρι που ακούστηκε το χαρακτηριστικό γουργούρισμα του άδειου μπουκαλιού και μας κοίταξε μισογελώντας.

- Ήντα ‘στε σεις μωρέ κοπέλια;

- Στρατιώτες θείε.

- Και γατέτε να χαιρετάτε στρατιωτικά;

Κοιταχτήκαμε.

- Ναι μπάρμπα.

Είπε ένας και κορδώθηκε χαιρετώντας με την παλάμη μπροστά στο μέτωπο σαν να προστατευόταν από την αντηλιά.

Έβαλε τα γέλια ο Μαρνιερογιάννης.

- Όι μρε παιδί μου, αυτό είναι αμερκάνικο, δεν το κάνουν ετσά στα ελληνικά στρατά. Σταθείτε να σας δείξω.

Σηκώθηκε, σήκωσε το δεξί χέρι και το έφερε με την παλάμη τεντωμένη στη δεξιά πλευρά του μετώπου, λίγο πιο πάνω από τον κρόταφο. Τον κοιτάζαμε υπνωτισμένοι. Μας ανταπέδωσε το βλέμμα ικανοποιημένος.

- Και γιάντα το κάνουμε αυτό το μπάρμπα;

Ξαναέκατσε και έπιασε για λίγο να ανακατεύει σκεφτικός την τράπουλα που ήταν παρατημένη στο τραπεζάκι με τη φορμάικα. Ξαφνικά σοβάρεψε.

- Αυτό γίνεται διότι εδώ πάνω βρίσκεται ένα κουμπί. Και άμα βάλεις εκειά τη χέρα σου το πατείς.

Και για να γίνει παραστατικότερος, ακούμπησε το δείκτη του για αρκετή ώρα πάνω στο “κουμπί” ρίχνοντας μας ματιές ίδιες με του δασκάλου μας όταν αυτός εξηγούσε τα άχραντα μυστήρια της καταραμένης προπαίδειας ή τα παροξύτονα της διαολόσταλτης γραμματικής.

- Ε και ήντα κάνει το κουμπί μπάρμπα-Γιάννη;

- Βάνει μπρος το μυαλό μρε μούσκαρε. Ο πόλεμος δε θέλει μόνο πόδια θέλει και μυαλό. Σηκώνεις τη χέρα, πατείς το κουμπί και το μυαλό ξεκινά το χαρχάλεμα.

Μας είπε κι άλλα, ώσπου κάποια στιγμή βαρέθηκε φαίνεται και μας έδιωξε μαλακά:

- Αμέτε δα στα σπίτια σας χαρώτα, γιατί θα κλείσω κι εγώ το κατάστημα να πάω να φάω πράμα. Το μάθημα ετελείωσε.

Στο δρόμο προβάραμε περπατώντας και γελώντας το πάτημα του κουμπιού.



Αυλώνα, Κέντρο Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων. Νοέμβριος 1990.

Ο πεισματάρης ήλιος δεν έλεγε να πάει να κρυφτεί πίσω από κανένα σύννεφο να μας αφήσει στην κακομοιριά μας ο παλιοκαριόλης, παρά μας ενοχλούσε από το πρωί. Δεν ήταν ότι έκανε δα και ζέστη Νοέμβρη μήνα, αλλά άμα είσαι από το πρωί στο εμπρός μαρς, στο βάδην, στο τροχάδην, στο κλίνατε επί δεξιά και στο παρουσιάστε, το τελευταίο που θα ‘θελες είναι μια εξασθενημένη σόμπα να σε τυφλώνει. Ευτυχώς κάναμε και διαλείμματα στα οποία ο σαδιστής Αρχιλοχίας αντί να μας αφήσει να κάνουμε κανένα τσιγάρο επέμενε να μας καταρτίσει και στα θεωρητικά:

- Εάν υποπέσει στην αντίληψή μας η έπαρση ή υποστολή της σημαίας, στεκόμαστε προσοχή και τη χαιρετάμε.

- Και εάν δεν υποπέσει; Ρώτησε κάποιος.

- Τότε θα υποπέσει στην αντίληψη του ανωτέρου και θα βγεις στην αναφορά Ίλης να φας πέντε μερούλες φυλακή ρε ταραμά.

Γελάσαμε όλοι. Γέλασε και ο Αρχιλοχίας με την εξυπνάδα του. Μας άρεσε να του κάνουμε περίεργες ερωτήσεις. Ήταν τόσο τυπολάτρης που όταν προβληματιζόταν έξυνε το κεφάλι του πάνω από τον μπερέ για να μην τον βγάλει, σκορπώντας κύματα σιωπηλής ευθυμίας στο χακί ακροατήριό του. Βέβαια ήθελε προσοχή γιατί ς’ έβγαζε στον “τάκο” με το παραμικρό.
Έπιασε πάλι την κατήχηση:

- Όταν βαδίζοντας συναντούμε ένστολο υπαξιωματικό ή αξιωματικό έως το βαθμό του Ιλάρχου απονέμουμε τον προσήκοντα χαιρετισμό συνεχίζοντας το περπάτημα. Σε περίπτωση που συναντήσουμε ανώτερο ή ανώτατο Αξιωματικό, δηλαδή από Επίλαρχο και πάνω, σταματάμε προσοχή δέκα βήματα πριν μας πλησιάσει, απονέμουμε χαιρετισμό και κατεβάζουμε το χέρι μόνο όταν ο εν λόγω ανώτερος μας ανταποδώσει τον χαιρετισμό.

- Τι; θα κάτσει κι αυτός προσοχή για να χαιρετήσει; Τον διέκοψα.

- Τι λε ρε κωλόψαρο; Σιγά μη σου φιλήσει και τον κώλο μαλάκα.

- Μάλιστα Αρχιλοχία.

- ΚΥΡΙΕ ΑΡΧΙΛΟΧΙΑ! Έσκουξε.

- Μάλιστα κύριε Αρχιλοχία.

- Και να σηκώνεις το χέρι πριν ρωτήσεις.

- Μάλιστα κύριε Αρχιλοχία.

- Έχει κανένας άλλος ερώτηση αλλά όχι σαν αυτή του νέοπα απ’εδώ γιατί θα σας μουρλάνω στις κάμψεις, ξηγηθήκαμε;

Ο διπλανός μου σήκωσε το χέρι.

- Κι αν δεν ανταποδώσει;

- Τότε ποιούμε τη νήσσαν και περιμένουμε να απομακρυνθεί.

Πάλι γελάσαμε. Σήκωσα το χέρι. Οι υπόλοιποι νεοσύλλεκτοι αλληλοκοιτάχτηκαν σα να έλεγαν “θα μας μπλέξει αυτός ο μαλάκας”.

- Λέγε. Έκανε πανέτοιμος να εκνευριστεί.

- Γιατί χαιρετάμε κύριε Αρχιλοχία; έχει κάποια χρησιμότητα στη δουλειά μας ως στρατιώτες;

- Η πειθαρχία ρε μαλακοφτιαγμένε. Πειθαρχία και απόδοση τιμών στους ανωτέρους και στα ιερά μας σύμβολα.

- Μόνο αυτό; Επέμεινα εγώ.

Κόμπλαρε. Έσμιξε τα φρύδια σκεφτικός. Άρχισε να ξύνει με μανία τον μπερέ του μέχρι που τον έφτασε κάτω από το αυτί. Τον διόρθωσε φουρκισμένος.

- Αυτό, τι άλλο;

- Εγώ νομίζω κύριε Αρχιλοχία ότι είναι και κάτι ακόμα.

Ξανάρχισε η κακοποίηση του μπερέ. Με μανία.

- Τι πράμα;

- Το κουμπί.

Τα μάτια του στρογγύλεψαν από την απορία.

- Ποιο κουμπί ρε τελεμέ;

Έδειξα το μέτωπό μου.

- Εδώ κύριε Αρχιλοχία βρίσκεται ένα κουμπί του οποίου το πάτημα ενεργοποιεί τον εγκέφαλο. Γι’ αυτό χαιρετάμε συνεχώς, για να το πατάμε και να εκκινούμε το μυαλό μας.

Γύρισα το κεφάλι μου για να δείξω και στους υπόλοιπους. Ο Αρχιλοχίας είχε γίνει κατακόκκινος. Κοίταζε μια εμένα μια τους άλλους σαν να προσπαθούσε να βρει στα μάτια τους βοήθεια και κατανόηση. Μάταια. Πήρε ανάσα.

- Λοιπόν. Μαλάκα. Τέσσερις μέρες κράτηση και αύριο θα βγεις αναφορά Ίλης. Με τέτοιο παράπτωμα πας πακέτο για αναφορά Επιλαρχίας. Έχεις την εικοσάρα φυλακή στην τσέπη ρε κωλόψαρο. Τ’ακούς; Θα βλέπεις την Αθήνα με το μακαρόνι.

- Μα τι είπα κύριε Αρχιλοχία;

- ΣΚΑΣΕ!

Έφαγα μια αγκωνιά από τον διπλανό μου που με σακάτεψε. Ο από πίσω συμπλήρωσε με μια αεριωθούμενη φάπα. Τα καψόνια επιτρέπονταν αλλά μόνο ομαδικά, άρα όταν καθόταν η στραβή μας έπαιρνε η μπάλα όλους μαζί. Όπως και έγινε:

- Και τώρα κυρίες μου, επειδή ο συνάδελφος σας είναι έξυπνος, θα κάνετε τροχάδην με πλήρη εξάρτηση και οπλισμό γύρω-γύρω από διοικητήριο μέχρι να έρθει η ώρα του συσσιτίου. Επίσης ο καλός αυτός στρατιώτης θα πάει αγγαρεία μαγειρεία και μετά σκουπίδια. Εμπρός μαρς!

Εκείνο το βράδυ μου κράτησαν μούτρα όλοι στο θάλαμο. Άσε που ονειρεύτηκα ότι έφαγα και Στρατοδικείο. Ξύπνησα ιδρωμένος. Βγήκα έξω για τσιγάρο. Ζήτησα φωτιά από τον θαλαμοφύλακα αλλά δε μου έδωσε. Τον πόναγε το πόδι του από το μεσημεριανό τροχάδην.

Επόμενο πρωϊ. Αναφορά 3ης Ίλης Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων.
Μετά από το συνηθισμένο λογύδριο του κου Ιλάρχου, ήρθε η σειρά των παραπτωματιών. Πριν από εμένα ήταν ένας που το προηγούμενο βράδυ κοιμήθηκε στη σκοπιά – 5 μέρες φυλακή, ένας άλλος που δεν είχε στρώσει καλά το κρεβάτι του – 2 μέρες στέρηση εξόδου κι ακόμα ένας που είχε γεμίσει με γιαούρτι τα άρβυλα ενός λοχία. Κανονικά θα έπαιρνε την άγουσα για αναφορά Επιλαρχίας αλλά ο Ίλαρχός μας προτιμούσε να κρατάει τα εν οίκω μακριά από τον Αντισυνταγματάρχη προϊστάμενό του. Κι έτσι τη γλύτωσε ο μάγκας με πενθήμερη φυλάκιση. Τσάμπα πράμα. Ο αμέσως προηγούμενος από εμένα είχε την ατυχία να συλληφθεί από τον εφοδεύοντα ανθυπίλαρχο να τον παίζει στη σκοπιά – 5 μέρες φυλακή για αυνανισμό εν ώρα υπηρεσίας. Η ποινή ήταν χάδι μπροστά στο δημόσιο εξευτελισμό που υπέστη ο καημένος, από τον είρωνα καραβανά ο οποίος τα γούσταρε πολύ κάτι τέτοια, που έκαναν το φιλοθεάμον κοινό του να χαχανίζει. Λες και οι υπόλοιποι παίζαμε κομπολόι στη σκοπιά. Ωχ, η σειρά μου. Ο Ίλαρχος στάθηκε μπροστά μου, αυστηρός κριτής και τιμωρός. Έσκουξα όσο πιο δυνατά μπορούσα:

- ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΤΘ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Κ. κλπ κλπ.

- Τι μαλακία έκανες εσύ πάλι λεβέντη μου;

- Σας αναφέρω κύριε Ίλαρχε ότι παρουσιάζομαι αναφερόμενος από τον Αρχιλογία Σ.Π. διότι του ανέφερα ότι ο στρατιωτικός χαιρετισμός αποσκοπεί πρωτίστως στο πάτημα του κουμπιού και δευτερευόντως στην απόδοση τιμών και ένδειξη σεβασμού προς στους ανωτέρους.

Οι φαντάροι της Ίλης ξέσπασαν σε γέλια. Πιο πολύ και από την φάση με τον προηγούμενό μου, τον πεοκρούστη. Ο κύριος Ίλαρχος τους έριξε ένα βλέμμα που τους πάγωσε όλους. Ξαναγύρισε σ’ εμένα.

- Τι λε ρε μυαλοφυγόδικε;

- Λάθος κύριε Διοικητά, πρωτίστως απόδοση τιμών στους ανωτέρους και δευτερευόντως στο κουμπί.

- Ποιο κουπί ρε τηλεκατευθυνόμενο βλήμα τι λες;

- Το κουμπί που έχουμε εδώ, άνωθεν του κροτάφου και ενεργοποιεί τον εγκέφαλο.

Χαμογέλασε δήθεν καλοκάγαθα.

- Άκου παιδί μου, αν το κάνεις για να πάρεις αναβολή ή να βγεις γιωτάς βοηθητικός, θα σε στείλω στον Αρχίατρο της Ταξιαρχίας όπου η πρώτη του δουλειά θα είναι να σε λιώσει στα χαστούκια. Αυτό θες;

- Όχι κύριε Διοικητά.

- Τότε λέγε.

- Τι να πω κύριε Διοικητά, απλώς επεσήμανα στον κύριο Αρχιλοχία από δω ότι ο έτερος σκοπός του στρατιωτικού χαιρετισμού είναι η αφύπνιση του στρατιωτικού ιδεώδους, η εδραίωση του αισθήματος καθήκοντος, η εμπέδωση της πειθαρχίας, η πραγμάτωση της επιχειρησιακής ετοιμότητας, η αρτιότητα εκτέλεσης των διαταγών και η πίστη στην Πατρίδα.

- Εμμ, ναι. Αυτό μάλιστα. Εμμ, σωστά. Εδώ ερχόσαστε για να γίνετε σωστοί στρατιώτες. Ως εκ τούτου, ναι οπωσδήποτε… χμμ, γκουχ - γκουχ γιατί είπαμε είσαι αναφερόμενος;

- Επειδή του ανέφερα το κουμπί.

- ΠΟΙΟ ΚΟΥΜΠΙ ΡΕ ΓΑΜΩ ΤΟ ΦΕΛΕΚΙ ΜΟΥ ΠΡΩΙΝΙΑΤΙΚΑ;

- Αυτό με το οποίο υλοποιούνται όλα τα προαναφερόμενα στα οποία και σεις συμφωνήσατε.

- Με δουλεύεις ρε; Το κουμπί θα σε κάνει καλό στρατιώτη;

- Όχι βέβαια κύριε Διοικητά! Το μυαλό.

- Ααααα, ωραία. Και το κουμπί που κολλάει;

- Αυτό θα βάλει το μυαλό σε λειτουργία.

- Τι πράμα;

- Το κουμπί. Κάτι σαν εγκεφαλική μίζα. Το πατάς και αρχίζει να δουλεύει. Τόσο κακό είναι;

- Κι αν δεν πάρει μπρος στρατιώτη, τι κάνουμε το σπρώχνουμε;

- Όχι κύριε Ίλαρχε, το ξαναπατάμε μέχρι να πάρει. Γι’ αυτό χαιρετάμε συνέχεια.

Πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό μου. Μύρισε το στόμα μου, μου έβγαλε τα γυαλιά και τράβηξε το ένα μου φρύδι προ τα πάνω.

- Ρε συ, μήπως κάνεις τίποτα ουσίες;

- Όχι κύριε Διοικητά.

- ΤΟΤΕ ΤΙ ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΜΟΥ ΤΣΑΜΠΟΥΝΑΣ ΕΔΩ ΡΕ ΠΑΤΗΜΕΝΟ ΣΚΟΥΛΗΚΙ;

Τα γυαλιά μου που στο μεταξύ τα είχα ξαναβάλει θάμπωσαν και οι σταγόνες από το σάλιο του Διοικητή έφτασαν μέχρι τ’ αυτιά μου. Η ανάσα του μύριζε καφέ. Ελληνικό. Απομάκρυνε το πρόσωπο του από το δικό μου και βάλθηκε να βηματίζει πάνω – κάτω με τα χέρια πλεγμένα πίσω.

- Τι θα σε κάνω βρε όλμε εσένα μου λες; Ρε βλήμα τροχιοδεικτικό, από το μυαλό σου τα βγάζεις αυτά ή στα είπε κάποιος;

- Μου τα είπε κάποιος.

Σταμάτησε να πηγαινοέρχεται.

- Αχάάά, ποιός;

- Ο Μαρνιερογιάννης κύριε Διοικητά.

- Μάιστα, και τι είναι αυτός ο Μανερο… Μανιερο.

- Μαρνιερογιάννης.

- Αυτός! Και τι είναι λοιπόν αυτός; Φαντάρος;

- Όχι κύριε Ίλαρχε. Πρεφαδόρος.

Στο παχουλό πρόσωπο του κυρίου Ιλάρχου χαράχτηκε ανάγλυφη μια γνήσια απελπισία.

- Πρεφαδόρος;

- Ο καλύτερος του χωριού κύριε Διοικητά, ούτε Ο Χαρίδημος δεν του βγαίνει στη χαρτέ.

- Ποιός είναι πάλι αυτός ο Χαρίδημος;

- Ο παππούς του φίλου μου του Κατσαούνη, ο πατέρας της Λούλας.

- Και ποιός είν... ΡΕ ΤΙ ΜΑΣ ΝΟΙΑΖΟΥΝ ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ;

- Δεν ξέρω κύριε Διοικητά. Εσείς με ρωτήσατε. Να μην απάνταγα;

Έτριψε το μούτρο του, ίσιωσε τον μπερέ του, έζωσε το παντελόνι της φόρμας εκστρατείας, τακτοποίησε τα απαυτά του και έστρωσε τις τσέπες του χιτωνίου του. Έκανε άλλη μια προσπάθεια:

- Ο Μανερογιάννης λοιπόν…

- Μαρνιερογιάννης κύριε Διοικητά!

- Μάλιστα, παρντόν, ο Μαρνιερογιάννης σου εδίδαξε ότι χαιρετάμε στρατιωτικά προκειμένου να πιέζεται ένας διακόπτης στο μέτωπο δια του οποίου εκκινεί ο εγκέφαλος και γινόμαστε καλοί και άξιοι στρατιώτες. Ναι;

- Κουμπί. Όχι διακόπτης, κουμπί.

- Έστω κουμπί. Χαιρετάς, πατάς το κουμπί και ο εγκέφαλος αρχίζει να παίρνει στροφές.

- Δεν περιστρέφεται ο εγκέφαλος κύριε Διοικητά, αυτό αντιβαίνει στη Βιολογία. Άλλωστε αν περιεστρέφετο θα ζαλιζόμασταν. Αφήστε που αυτό θα επέφερε ρήξη στον εγκεφαλικό φλοιό, σοβαρή βλάβη στο νωτιαίο μυελό και αποσύνδεση των νευρώνων οι οποίοι …

- Καλά, καλά, καλά, παίρνει μπρος. Με το πάτημα το κουμπιού παίρνει μπρος.

- Εκκινεί κύριε Διοικητά. Αν πάει μπροστά θα έχουμε όπως προανέφερα ρήξη στον εγκεφαλικό φλοιό και σοβαρή βλάβη στο ….

- Ναι, ναι, ναι, πολύ σωστά έχεις δίκιο. Το κουμπί εκκινεί λοιπόν τον εγκέφαλο, ο οποίος αναλαμβάνει την επίτευξη του στόχου που είναι η ομαλή και αποτελεσματική άσκηση των στρατιωτικών δραστηριοτήτων.

- Ακριβώς κύριε Διοικητά.

- Μάιστα. Και δε μου λες και κάτι άλλο.

- Διατάξτε κύριε Διοικητά!

- Μήπως είσαι ΜΑΛΑΚΑΣ;

- Αυτή τη δεδομένη στιγμή οι απόψεις διίστανται.

- Δηλαδή;

- Εγώ μεν λέω ότι δεν είμαι, από την άλλη εσείς σαφώς υπαινίσσεστε το αντίθετο. Άρα επειδή απαγορεύεται εκ του Στρατιωτικού Κώδικα η άρνηση διαταγής ανωτέρου τότε ευλόγως υπερισχύει η άποψή σας.

- Μα δεν σε διέταξα ρε ηλίθιε. Προέβην σε μια διαπίστωση.

- Δεν γνωρίζω τι προβλέπεται για τις διαπιστώσεις των ανωτέρων. Μέχρι τώρα μας έχουν μάθει μόνο για τις διαταγές.

- Α, τώρα μου κάνεις και τον έξυπνο δηλαδή.

- Τι να πω κύριε Διοικητά, αυτό είναι διαπίστωση ή διαταγή;

- Με ειρωνεύεσαι;

- Μόνον εάν με διαπιστώσετε, εμμμ αν με διατάξετε ήθελα να πω.

- Ωραία. Αν λοιπόν τώρα σε διέταζα να πάψεις να λες αυτές τις αρχιδιές για το κουμπί, θα το έκανες;

- Δε γνωρίζω κύριε Διοικητά!

- Τι πάει να πει πάλι αυτό;

- Σημαίνει ότι δεν δύναμαι να γνωρίζω εαν οι διαταγές περιλαμβάνουν αποκλειστικά και μόνο απαγόρευση - εκτέλεση συγκεκριμένων ενεργειών ή επεκτείνονται και στη φιλοσοφική θεώρηση του προσδοκώμενου αποτελέσματος ενός στρατιωτικού τυπικού, με βάση την αρχή του συμβολιστικού αιτίου-αιτιατού , πόσο μάλλον όταν αυτή πηγάζει από την αδιαμφισβήτητη σοφία ενός γέροντα που υπήρξε μάλιστα στρατιώτης στον Β’ Παγκόσμιο, ως εκ τούτου αύτη προέρχεται ευθέως από ιδία πείρα στο πεδίο και όχι εκ της ανάγνωσης εγχειριδίων. Εξάλλου κύριε Διοικητά, ο σεβασμός στους γέροντες αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της Ελληνικότητας, αυτού του υπέρτατου αγαθού το οποίο ίσως κληθούμε μια πρωία να υπερασπίσουμε υπό τις διαταγές σας. Κύριε διοικητά.

- Μίλα ελληνικά ρε.

- Ελληνικά μιλάω κύριε Διοικητά !

- Αλήθεια ρε αρχιδοσακούλα; Ο Μαρνιερογιάννης στα έμαθε κι αυτά;

- Όχι, ο Φρυγανάκης!

- ΠΟΙΟΣ ΣΤΟ ΜΠΟΥΤΣΟ ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΙ ΑΥΤΟΣ;

- Ο φιλόλογός μας στο Λύκειο.

- Θαυμάσια! Να σε μάθει τότε κάτι και ο Διοικητής της Ίλης σου;

- Μετά χαράς κύριε Ίλαρχε!

Έδειξε το σημείο στα δεξιά του μετώπου του, μεταξύ φρυδιού και κροτάφου.

- Ξέρεις τι έχω εδώ;

- Όχι…

- Ένα κουμπί ρε μαλάκα.

- Μάλιστα κύριε Διοικητά!

- Και ξέρεις τι κάνει αυτό το κουμπί;

- Τι κάνει κύριε Διοικητά;

- Σου ρίχνει πέντε μέρες φυλακή ρε μαλακίδη! Κάθε φορά που το πατάω πέφτει η πεντάρα, με πιάνεις ρε μάγκα; Από εδώ και πέρα, κάθε φορά που θα με χαιρετάς όπως προβλέπεται από τον κανονισμό, εγώ θα σου ανταποδίδω τον χαιρετισμό, θα πατάω κι εγώ το δικό μου κουμπί και θα τρως ΠΕΝΤΕ μερούλες.

Μου έδειξε τα πέντε δάκτυλα της ανοιχτής του παλάμης.

- Και τώρα φύγε.

- Που να πάω κύριε Διοικητά;

- Στο διάολο.

- Δε γνωρίζω που είναι κύριε Διοικητά.

- Φύγε τώρα από μπροστά μου γιατί θα σε στείλω εγώ να τον βρεις. Τράβα πίσω στη διμοιρία σου. .

Έκανα να φύγω.

- Εεεεππ! Που πας; πρέπει να με χαιρετίσεις πρώτα.

Έριξα μια ξεγυρισμένη προσοχή και χαιρέτισα τον κύριο Ίλαρχο. Μου ανταπόδωσε χαμογελώντας: σήκωσε το χέρι και ακούμπησε την τεντωμένη παλάμη στο γνωστό σημείο.

- Ελεύθερος στρατιώτη. Επιλοχία, γράψε πέντε μέρες φυλακή στον λεβέντη μας. Πάτησα βλέπεις το κουμπί μου κι εγώ.

Μέχρι να φύγω από το Κέντρο Εκπαίδευσης για τη Μονάδα στα σύνορα είχα φάει άλλες 25 μέρες φυλακή: Τρεις πεντάρες επειδή τον χαιρέτισα κι εκείνος ανταπέδωσε τα δέοντα και άλλες δυο επειδή δεν τον χαιρέτησα. Την τελευταία μέρα τον συνάντησα στον Όρχο και , τι να κάνω, τον χαιρέτισα. Σήκωσε το χέρι, αλλά λίγο πριν το ακουμπήσει το κεφάλι του σταμάτησε.

- Άντε στη χαρίζω ρε μαλακίδη.

- Ευχαριστώ κύριε Ίλαρχε.

- Και τις άλλες που σου έριξα, να ξέρεις δεν στις έγραψα τελικά.

- Το ξέρω, μου το είπε ο Επιλοχίας. Ευχαριστώ

- Έπρεπε να υπερασπιστώ την πειθαρχία μικρέ. Αυτή είναι η δουλειά μου.

- Καταλαβαίνω.

- Όταν θα πας στο χωριό σου να μου χαιρετάς τον Μαρνιερογιάννη.

- Βεβαίως κύριε Διοικητά. Θα χαρεί πολύ.

- Άντε, καλό υπόλοιπο θητείας και καλός πολίτης ρε.

- Επίσης κύριε Ίλαρχε.

- Πέντε μέρες φυλακή!

Αποχαιρετίσαμε ο ένας τον άλλο με χάχανα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μάκης ο Τζάμης γαμπρός.

  Ωραίος ο Μάκης με το γαμπριάτικο κοστούμι! Δεν τον κάνεις πάνω από πενήντα κι όμως είναι συνομήλικός μου, πενήντα έξι στα πενήντα εφτά ο καριόλης. Μέχρι τα σαράντα μεγαλοέδειχνε αλλά μετά άρχισε να μικροδείχνει. Γαμώ τα DNA γαμώ. Ούτε φαλάκρα, ούτε κοιλιά, ούτε προγούλι ούτε τίποτα. Ο χρόνος του χάρισε μόνο ένα ασημένιο, πυκνό μαλλί που σε συνδυασμό με την λεπτή του κορμοστασιά του δίνει έναν αέρα Γάλλου μπον βιβέρ. Πουτάνα φύση … Μεγάλη μούρη από τότε ακόμη που πηγαίναμε μαζί στο γυμνάσιο. Τις έριχνε τις γκόμενες ξερές. Ωραίο αγόρι και λογάς, μα πολύ λογάς.   Ξεπαρθενεύτηκε στη Δευτέρα γυμνασίου από μια της πρώτης Λυκείου. Βέβαια έλεγε ότι το ‘χε κάνει απ’ την πρώτη τάξη με την κόρη του κυλικειάρχη, δεν ήξερε όμως ο μαλάκας ότι όταν την πήδηξα εγώ στην τρίτη, μου ορκίστηκε στο φως της ότι εκείνη την πρώτη φορά απλώς τον τρόμπαρε μέχρι που άδειασε στο χέρι της. Φυσικά δεν με έπεισε ο όρκος της όσο το αίμα στο εσώρουχό μου. Ήταν παρθένα! Ναι ήταν ψεύτης ολκής! Είχε πεθάνει το

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο

Οκτώ λεπτά.

  Το ‘χα χρονομετρήσει στο στρατό. Ένα τσιγάρο διαρκούσε οκτώ λεπτά, το Camel βέβαια γιατί αν είχα κάνει τράκα κανένα ελαφρύ, δεν έβγαζε το πεντάλεπτο. Έτσι μετρούσα το ατέλειωτο δίωρο της σκοπιάς σε οχτάλεπτα. Δώδεκα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο με δυο λεπτά διάλειμμα στο ενδιάμεσο. Στο τέλος δε χρειαζόμουνα ούτε το ρολόι, μόλις έσβηνα το δωδέκατο, μάζευα με την ησυχία μου τα αποτσίγαρα, τα τύλιγα σε ένα φύλλο τσοντοπεριοδικού που το έκανα μπαλάκι και το πέταγα στο κράνος του δεκανέα αλλαγής αντί για το προβλεπόμενο «αλτ τις ει». Χακί αριθμητική ακριβείας… -           Και από τι πέθανε ο φίλος σου; -           Από τσιγάρο. -           Κάπνιζε πολύ; -           Μπα, δεν το   ‘χε βάλει ποτέ στο στόμα του. -           Α, παθητικός καπνιστής. -           Ούτε. -           Ε τότε; -           Με το Στέλιο ήμασταν κολλητοί από το Λύκειο, μετά μαζί συγκάτοικοι στη Σαλονίκη, ώσπου τα ‘μπλεξε με κείνη τη Σερραία, ωραία κοπέλα βέβαια αλλά πώς να στο πω, κάπως κτητική. Δεν ήθε