Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο Μάκης ο Τζάμης γαμπρός.

 



Ωραίος ο Μάκης με το γαμπριάτικο κοστούμι! Δεν τον κάνεις πάνω από πενήντα κι όμως είναι συνομήλικός μου, πενήντα έξι στα πενήντα εφτά ο καριόλης. Μέχρι τα σαράντα μεγαλοέδειχνε αλλά μετά άρχισε να μικροδείχνει. Γαμώ τα
DNA γαμώ. Ούτε φαλάκρα, ούτε κοιλιά, ούτε προγούλι ούτε τίποτα. Ο χρόνος του χάρισε μόνο ένα ασημένιο, πυκνό μαλλί που σε συνδυασμό με την λεπτή του κορμοστασιά του δίνει έναν αέρα Γάλλου μπον βιβέρ. Πουτάνα φύση …

Μεγάλη μούρη από τότε ακόμη που πηγαίναμε μαζί στο γυμνάσιο. Τις έριχνε τις γκόμενες ξερές. Ωραίο αγόρι και λογάς, μα πολύ λογάς.  Ξεπαρθενεύτηκε στη Δευτέρα γυμνασίου από μια της πρώτης Λυκείου. Βέβαια έλεγε ότι το ‘χε κάνει απ’ την πρώτη τάξη με την κόρη του κυλικειάρχη, δεν ήξερε όμως ο μαλάκας ότι όταν την πήδηξα εγώ στην τρίτη, μου ορκίστηκε στο φως της ότι εκείνη την πρώτη φορά απλώς τον τρόμπαρε μέχρι που άδειασε στο χέρι της. Φυσικά δεν με έπεισε ο όρκος της όσο το αίμα στο εσώρουχό μου. Ήταν παρθένα!
Ναι ήταν ψεύτης ολκής! Είχε πεθάνει το μισό του σόι για να δικαιολογηθεί τη μια που ήταν αδιάβαστος, την άλλη που έκανε κοπάνα ή για να φύγει νωρίτερα την τελευταία ώρα. Έπαιρνε ένα περίλυπο ύφος γεμάτο από αξιοπρέπεια και οσία καρτερικότητα και ξεστόμιζε ξεδιάντροπα: έχασα τη γιαγιά μου κύριε Γυμνασιάρχα, σκοτώθηκε σε δυστύχημα ο μεγάλος αδελφός της μάνας μου, πέθανε από καρκίνο των όρχεων ο παππούς μου κοκ. Η καημένη η μάνα του ποτέ δεν κατάλαβε γιατί κάθε φορά που ερχόταν να παραλάβει τον έλεγχό του Μάκη, ο κύριος Γυμνασιάρχης της τον έδινε σιωπηλός κοιτάζοντάς την με το πιο θλιβερό του βλέμμα και χωρίς να εκφωνεί τις περίφημες νουθεσίες και παραινέσεις του για του άθλιους βαθμούς του κανακάρη της. Ενώ τη δική μου μάνα την έψελνε κανένα εικοσάλεπτο κάνοντάς την να κοκκινίζει από ντροπή.

Αλλά είχαν πλάκα οι ατάκες του! Μια φορά στη Βιολογία τον σηκώνει οι καθηγήτρια και τον ρωτά «σε τι χρησιμεύει ο γαιοσκώληκας». Κι εκείνος μετά παρρησίας απαντάει: «από το δέρμα του κυρία φτιάχνομε παπούτσια, ζώνες και τσάντες»!  Η τάξη έσκασε στα γέλια αλλά ο γυμνασιάρχης που δεν εκτιμούσε το χιούμορ, του έσκασε δυο ξεγυρισμένους μπάτσους και του έριξε και δυο μέρες αποβολή.

 Το Τζάμης δεν ήταν το επώνυμό του αλλά παρατσούκλι: το απέκτησε γιατί όταν του άρεσε κάτι έλεγε «τζάμι». Αυτό το μηχανάκι είναι πολύ τζάμι, αυτή η γκόμενα είναι πολύ τζάμι, τα Marlboro είναι πολύ τζάμι, το πάρτι ήταν τζάμι, στην εκδρομή πέρασα τζάμι, Μάκη τι κάνεις; Τζάμι.

Στην Τρίτη γυμνασίου έμεινε από απουσίες και χαθήκαμε για λίγα χρόνια. Συναντηθήκαμε λίγο πριν πάει φαντάρος, εγώ είχα αναβολή λόγω σπουδών, και τα είπαμε λίγο. Σο λύκειο δούλευε σερβιτόρος σε κάτι παραλιακά μαγαζιά της πόλης. Καλά λεφτά, πουρμουάρ, τουριστριούλες και οικονομική ανεξαρτησία από μια ούτως ή άλλως φτωχή μονογονεϊκή οικογένεια. Όλα τζάμι δηλαδή. Στο στρατό τον τσάκισαν στη φυλακή. Αντί για δεκαοκτώ μήνες στα τεθωρακισμένα έκανε είκοσι έναν. Τον είχαν βάλει σιτιστή Ίλης και τον τσάκωσαν να πουλά φόρμες, αρβύλες και κουβέρτες σε έναν παλιατζή. Με το ζόρι γλίτωσε το στρατοδικείο.

 Όταν απολύθηκε δούλευε δυο χρόνια σε διάφορά μαγαζιά ώσπου άνοιξε το δικό του: «Καφέ - Τζάμι». Δεν κράτησε πολύ λόγω χρεών. Μετά ξανάπεσε για λίγο στο σερβιτοριλίκι. Ύστερα έγινε πωλητής σε ασφαλιστική αλλά κάτι μήνες αργότερα τον έδιωξαν κλωτσηδόν γιατί δεν απέδιδε τα ασφάλιστρα στον πράκτορά του. Παρά λίγο να πάει και μέσα, αλλά πέσανε κάτι γνωστοί, ήταν και το νεαρό της ηλικίας, έπαιξε φαίνεται κάποιο ρόλο η ρητορική του δεινότητα αλλά και μια δικηγορίνα με την οποία νταραβεριζόταν και η μήνυση αποσύρθηκε.
Έφυγε τρία χρόνια στην Αθήνα για να  ξεχαστεί η υπόθεση (μικρή επαρχιακή πόλη βλέπετε), διάστημα στο οποίο ψευτοσπούδασε σε ένα ΙΕΚ χειριστής Η/Υ – βοηθός λογιστή και κάτι τέτοια. Δούλεψε σε ένα μαγαζί με ταμειακές μηχανές, ήξερε και τα κομπιουτερίστικα και βρέθηκε να εγκαθιστά προγράμματα σε λογιστές. Όλα τζάμι πάλι. Οι γκόμενες συνέχιζαν να διαδέχονται η μια την άλλη. Τι γκόμενες, γκομενάρες τζάμι!

Ξαφνικά τα παράτησε και άνοιξε μπαρ. Ροκ μπαρ. Ωραίο μαγαζί, τζάμι, αλλά κάτι μήνες αργότερα άρχισαν να σκάνε οι ακάλυπτες επιταγές που είχε μοιράσει και έφυγε ξανά κακήν κακώς, αυτή τη φορά για Θεσσαλονίκη. Επέστρεψε αγνώριστος: κουστουμάκι τζάμι, αμαξάρα τζάμι, ρολεξάρα τζάμι και φυσικά γκομενάρα τζάμι. Μόνο που αυτή τη φορά το πρόσωπο εκτός από πλούσια τα ελέη είχε και τα φράγκα. Πολλά φράγκα.  Άνοιξε ΑΕΛΔΕ! Εποχή της χρηματιστηριακής φούσκας βλέπετε και ο Μάκης δεν έχασε την ευκαιρία. Εν τέλει οι πελάτες έχασαν τα λεφτά τους, η γκομενάρα τα δικά της και ο Μάκης έχασε τη γραφειάρα, την αμαξάρα και βεβαίως και την γκομενάρα, η οποία επέστρεψε ελαφρώς απογοητευμένη και βαρέως άφραγκη στους γονείς της στο Ωραιόκαστρο.

Ο Μάκης ξενιτεύτηκε πάλι προς άγνωστο τούτη τη φορά προορισμό ώσπου πολλά χρόνια αργότερα τον βρήκα να πίνει καφέ σε τζαμάτο μαγαζί στο λιμάνι της Νέας Μάκρης.

- Τι κάνεις ρε Μάκη;

-  Όλα τζάμι ρε Κώστα, εσύ;

- Τζάμι ρε Μάκη. Τζάμι κι εγώ.

- Κάτσε να σε κεράσω. Να θυμηθούμε τα παλιά.

Αφού του αφηγήθηκα τα δικά μου, μου διηγήθηκε ότι πήγε Γερμανία., είχε από το στρατό κονομήσει επαγγελματικό δίπλωμα και δούλευε οδηγός σε φορτηγά. Μετά άνοιξε μια χαρτοπαικτική λέσχη στο Ρίσελσχαιμ, κοντά στη Φραγκφούρτη. Όλα πήγαιναν τζάμι ώσπου έπεσε κι αυτός στην πρέζα της χαρτοπαιξίας και το τζάμι έσπασε. Έμεινε πάλι άφραγκος. Ξανακαβάλησε το φορτηγό, δούλεψε σαν το σκύλο, αγόρασε ένα δικό του MERCEDES και έκανε μεταφορές σε όλη τη Γερμανία. Αγόρασε και δεύτερο και τρίτο  και θα πιανόταν καλά αν δεν ήταν εκείνη η Τουρκάλα που την ερωτεύτηκε ένα βράδυ σε ένα παράνομο μπαρ στη Φραγκφούρτη (από αυτά που λειτουργούσαν εκτός ωραρίου και που για να μπεις σε τσέκαραν πρώτα από το ματάκι της πόρτας). Α ένα μωρό ρε Κώστα, τζάμι! Προσωπάρα, κωλάρα, βυζάρες, ποδάρες και χαρακτήρας όλα τζάμι ρε φίλε. Πολύ ξήγα.

Αλλά η κοπέλα ήταν μπερδεμένη από παλιά με έναν συμπατριώτη της του κοινού ποινικού, ο οποίος εξέτιε τότε ποινή για σωματεμπορία, εκβιασμούς, οπλοφορία και βαριές σωματικές βλάβες. Ο τύπος καλά δικτυωμένος έβαλε και έκαψαν τη μάντρα με τα φορτηγά του Μάκη και έστειλαν τον λεγάμενο στο νοσοκομείο τόπι στο ξύλο.

Πίσω στην Ελλάδα πάλι ο Μάκης. Ένας φίλος από Γερμανία του βρήκε δουλειά οδηγού σε μια μάντρα οικοδομικών υλικών στο Μαραθώνα και έτσι να που οι δρόμοι μας ξανασυναντήθηκαν.

-          Παντρεύομαι Κώστα, μου λέει ενώ πίναμε τον καφέ μας.

-          Μπράβο ρε Μάκη. Και ποια η τυχερή;

-          Θα τη δεις φίλε. Απλώς σε προειδοποιώ, είναι λίγο μεγαλύτερή μας. Δε μπορώ άλλο τις μουνάρες, με βγάζουν έξω από το δρόμο μου. Θέλω να ζήσω ήσυχα.

Πράγματι, λίγο αργότερα φάνηκε η αραβωνιάρα του Μάκη του Τζάμη. Όμως τίποτα δε θα μπορούσε να με είχε προετοιμάσει για αυτό το σοκ. Θα υπέθετε κανείς ότι θα επρόκειτο για καμμιά μεσήλικη όπως εμείς, άντε κα λίγο παραπάνω, μεγαλοκοπέλα, χωρισμένη ίσως με κάνα δυο κουτσούβελα στο γυμνάσιο. Αλλά η κυρία που στεκόταν χαμογελώντας μπροστά μου ήταν μεγαλύτερη από τη συχωρεμένη τη γιαγιά μου λίγο πριν πεθάνει!

Ναι! η γηραιά κυρία με την  γκρίζα ρόμπα ήταν σίγουρα πάνω από εβδομήντα ! Ένα πρόσωπο κάποτε όμορφο αλλά τώρα χλωμό και ζαρωμένο, κοντούλα και με ελαφριά καμπούρα. Ξεροκατάπια καθώς σηκώθηκα να της δώσω το χέρι, έβγαλα ένα βραχνό χαίρω πολύ και καθώς μετακινήθηκα  για να κάτσει στην καρέκλα ανάμεσα σε εμένα και τον Μάκη έριξα πάνω μου το υπόλοιπο του φρέντο μου.  Ζήτησα συγνώμη και έτρεξα στην τουαλέτα να καθαρίσω το παντελόνι μου. Δε μπορεί, σκεφτόμουν, θα ‘ναι κανένα από εκείνα τα αστεία του. Δεν χωρά αμφιβολία, κάποια πλάκα σκαρώνει πάλι ο Τζάμης, σκέφτηκα όσο σκούπισα τα απ’ αυτά μου με μια βρεμένη χαρτοπετσέτα.

Επέστρεψα στο τραπέζι μας όπου βρήκα τον Μάκη μόνο του. Το κοίταξα ερωτηματικά.

-          Πέμπτη σήμερα, πάει να προλάβει να ψωνίσει στη λαϊκή. Θα πάω σε λίγο να την μαζέψω με το αμάξι. Δε μπορεί τα βάρη σε τέτοια ηλικία.

-          Ρε Μάκη!

-          Το πιάνω ρε Κώστα. Σοκαρίστηκες ε;

-          Κατάπια τη γλώσσα μου ρε μαλάκα. Εσύ τι λες;

Με κοίταξε με συγκατάβαση.

-          Καταλαβαίνω, αλλά άκουσέ με. Είμαι πενήντα  και, χωρίς ένσημα, δουλεύω μαύρα για ένα κωλομεροκάματο. Άλλη δουλειά δεν ξέρω, δεν έχω φράγκο στην άκρη, δεν έχω ούτε ένα περιουσιακό στοιχείο. Τα θυμάσαι, η μάνα έμενε στο νοίκι, πέθανε και μ’ άφησε ένα μπαούλο με τα προικιά της και το εικονοστάσι της κρεβατοκάμαρας με τα νυφικά στέφανα.

Ο πατέρας άφαντος από πριν γεννηθώ. Δεν έχω κανένα.

-          Και;

-          Τι και ρε μαλάκα; Η Ευανθία έχει ένα σπιτάκι στη Μάκρη, έχει και κάτι μετρητά στην τράπεζα, είναι άρρωστη, σοβαρά άρρωστη, Κώστα, άντε να ζήσει 1-2 χρόνια ακόμα και μετά το σπιτάκι δικό μου, τα μετρητά δικά μου, όλα τζάμι. Δεν έχω άλλα έξοδα, θα δουλεύω από εδώ κι από κει μέχρι να πουλήσω το σπιτάκι και μετά όλα τζάμι ρε φίλε!

-          Ζιγκολό ρε μαλάκα;

-          Πες με όπως θες. Με την Ευανθία έχω βρει τη ησυχία μου, ζω καλά. Εντάξει δε σου λέω ότι την ερωτεύτηκα αλλά έχω το φαΐ μου, το κρεβάτι μου, το σπίτι μου. Και άμα βρω και καμμιά απόξω να βολεύω τα υδραυλικά μου όλα …

-          … τζάμι. Συμπλήρωσα.

-          Κώστα, μια χάρη.

-          Λέγε.

-          Θα μπεις κουμπάρος;

-          Εντάξει ρε Μάκη.

Έτσι λοιπόν έδωσα αμοιβαία υπόσχεση κουμπαριάς με τον Μάκη τον Τζάμη. Να ‘μαι τώρα να τον καμαρώνω χωμένο μέσα στο λευκό κουστούμι του, με τα άνθη στο πέτο, την ροζ γραβάτα και μια όμορφη ανθοδέσμη ανάμεσα στα σταυρωμένα χέρια του. Τριγύρω του λουλούδια και πάνω στο στήθος του τα στέφανα του γάμου. Τα μάτια στο χλωμό, κέρινο πρόσωπό του είναι κλειστά όπως και τα ωραία χείλη του που το αχνό χαμόγελό τους τονίζεται από το χρώμα που χρησιμοποίησαν χωρίς φειδώ οι τύποι του γραφείου τελετών. Διότι ο Μάκης δεν πρόλαβε να πάει στο γάμο του. Μια μέρα πριν πέθανε από ανακοπή στην πολυθρόνα του σπιτιού της αρραβωνιαστικιάς του παρακολουθώντας ένα ματς Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού. Δεν άντεξε εκείνο το γκολ στο ενενήντα φαίνεται.

Η Ευανθία γυναίκα πρακτική, δεν ήθελε να πάει χαμένο το ωραίο κοστούμι και του το φόρεσε για να τον κηδέψει σαν γαμπρό.

 

*** η Ευανθία απεβίωσε 2 μήνες αργότερα. Καθώς δεν υπήρχαν κληρονόμοι – μόνη στον κόσμο  κι εκείνη, το σπιτάκι ερήμωσε και οι μόνοι του κάτοικοι ποντίκια και γάτες κυνηγιούνται αλύπητα ολημερίς. Τα αδιάκριτα βλέμματα τα κρύβει ένας κισσός που έχει καταλάβει όλη την πρόσοψη του σπιτιού και έχει σφαλίξει σφιχτά την πόρτα.

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο

Οκτώ λεπτά.

  Το ‘χα χρονομετρήσει στο στρατό. Ένα τσιγάρο διαρκούσε οκτώ λεπτά, το Camel βέβαια γιατί αν είχα κάνει τράκα κανένα ελαφρύ, δεν έβγαζε το πεντάλεπτο. Έτσι μετρούσα το ατέλειωτο δίωρο της σκοπιάς σε οχτάλεπτα. Δώδεκα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο με δυο λεπτά διάλειμμα στο ενδιάμεσο. Στο τέλος δε χρειαζόμουνα ούτε το ρολόι, μόλις έσβηνα το δωδέκατο, μάζευα με την ησυχία μου τα αποτσίγαρα, τα τύλιγα σε ένα φύλλο τσοντοπεριοδικού που το έκανα μπαλάκι και το πέταγα στο κράνος του δεκανέα αλλαγής αντί για το προβλεπόμενο «αλτ τις ει». Χακί αριθμητική ακριβείας… -           Και από τι πέθανε ο φίλος σου; -           Από τσιγάρο. -           Κάπνιζε πολύ; -           Μπα, δεν το   ‘χε βάλει ποτέ στο στόμα του. -           Α, παθητικός καπνιστής. -           Ούτε. -           Ε τότε; -           Με το Στέλιο ήμασταν κολλητοί από το Λύκειο, μετά μαζί συγκάτοικοι στη Σαλονίκη, ώσπου τα ‘μπλεξε με κείνη τη Σερραία, ωραία κοπέλα βέβαια αλλά πώς να στο πω, κάπως κτητική. Δεν ήθε