Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ιδανικά ή Δανεικά ...

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας κακός Πέρσης Στρατάρχης ο Μαρδόνιος. Αυτός ήταν ανιψιογαμπρός του επίσης κακούλη Βασιλιά Δαρείου. ( Ο Δαρείος είχε παντρευτεί τη θειά του Μαρδόνιου και ο Μαρδόνιος την κόρη του Δαρείου) . Αυτόν λοιπόν, τον Μαρδόνιο, είχε στείλει ο πεθεροθειός του για να κατακτήσει την μικρή αλλά τριανταφυλλένια Ελλάδα. Παρότι τα σχέδια του ναυάγησαν στην παραλία του Μαραθώνα, ανέλαβε λίγα χρόνια αργότερα την ίδια αποστολή και επί Ξέρξη.


Δικαιολογημένα ανασφαλής από την κασκαρίκα που έπαθε στο Μαραθώνα, αποφάσισε να αλλάξει τακτική, και έτσι έστειλε τον έμπιστό του Στρατηγό Τριτανταίχμη σε μυστική αποστολή προκειμένου να διερευνήσει την πιθανότητα χρηματισμού των Ελλήνων αρχόντων ώστε να παραδοθούν αμαχητί.
Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει λοιπόν ο Τριταντέχμης ώσπου συνάντησε κάτι παλικάρια που έπιναν το κρασάκι τους αμέριμνοι κάτω από μια μουριά. Οι λεβέντες αυτοί του μαρτύρησαν πως οι Έλληνες δεν ευκαιρούσαν δια να συνομιλήσουν, διότι βρίσκονταν λέει στην Ολυμπία για την 7η Ολυμπιάδα και αν ήθελε ας έκλεινε κάποιο ραντεβού μετά την τελετή λήξης.
Κατά την διάρκεια της συζήτησης άκουσε έκπληκτος να του λένε, ότι οι ελληνοπαίδες ιδρώνουν στο στίβο διεκδικώντας ένα ευτελές στεφάνι αγριελιάς. Έτσι ο Πέρσης κατάσκοπος επέστρεψε κατάκοπος για να ανακοινώσει με παράπονο και οργή στον εμβρόντητο Μαρδόνιο τα εξής: "Παπαί, Μαρδόνιε, κοίους επ’ άνδρας ήγαγες μαχησομένους ημέας, οι ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιεύονται, αλλά περί αρετής"

Δηλαδή: Κακόμοιρε Μαρδόνιε, με τι ανθρώπους μας στέλνεις να πολεμήσουμε οι οποίοι δεν αγωνίζονται για τα χρήματα, αλλά για την Αρετή.

Σχόλια

  1. Βαβαί! 50 χρόνια μετά, οι Έλληνες σπρώχνονταν ποιος θα πάρει πρώτος τα περσικά δολάρια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Η κηδεία και η βάφτιση του Λοχία Φώλκερ

    Φραγκφούρτη, τέλη 20ου αιώνα. Το σελφ-σέρβις ήταν γεμάτο από πελάτες που όπως κι εγώ εργάζονταν σε κάποια από τις γύρω εταιρίες. Αφού άδειαζαν   βιαστικά το πιάτο τους, άλλοι το ξαναγέμιζαν από τον μπουφέ   κι άλλοι όχι, ρούφαγαν με ικανοποίηση το εθνικό ποτό της Γερμανίας δηλαδή νερό με μπουρμπουλήθρες -οι πιο μερακλήδες έπαιρναν κόκα-κόλα,   κι έφευγαν για να επιστεγάσουν τη μεσημεριάτικη   απόλαυση με ένα τσιγαράκι και κάμποσα ρεψίματα πριν επιστρέψουν στα γραφεία τους. Δεν ήταν συνηθισμένο να πίνεις αλκοόλ στο Mittagspause   αλλά εγώ δεν είχα σκοπό να ανταγωνιστώ την αξιοθαύμαστη εγκράτεια των κατοίκων της χώρας που είχε την τιμή να με φιλοξενεί, και όπως πάντα απολάμβανα μια παγωμένη μπυρίτσα, πρώτον για να ηρεμήσει το πνεύμα μου από τον εργασιακό τάραχο και δεύτερον για να προετοιμάσω κατάλληλα το στομάχι μου για την επόμενη μπυρίτσα. Αντιλήφθηκα κάποια βλέμματα αποδοκιμασίας αλλά με παράτησαν γρήγορα καθώς ήξεραν ότι με όσες μπύρες και να ...

Ένα φίδι που το λένε Τες.

Με την Τες είμαστε μαζί 3 χρόνια. Την είχα βρει κουλουριασμένη κάτω από μια πέτρα στα ριζά ενός λόφου, χωρίς τ’ αδέρφια και τη μάνα της - ποιος να ξέρει τι τους είχε συμβεί. Τη λυπήθηκα έτσι μικρή, μοναχούλα και απροστάτευτη και την πήρα μαζί μου. Φαίνεται ότι τελικά είναι ψέμα ότι στα φίδια αρέσει το γάλα γιατί δεν ήθελε ούτε να το μυρίσει, έτσι την τάιζα τρυφερά έντομα και νεογέννητα ποντικάκια. Τώρα που μεγάλωσε τα τσακώνει μόνη της. Στην αρχή η Τες ήταν φοβισμένη και διστακτική, σιγά-σιγά όμως με συνήθισε και μάλιστα αρχίσαμε και να παίζουμε μαζί. Το αγαπημένο της είναι να κουλουριάζεται και να μαζεύεται κι ύστερα να τινάζεται με όλη της τη δύναμη πάνω μου, ενώ εγώ την αποκρούω πιάνοντάς την από το λαιμό για να την απιθώσω προσεκτικά στη θέση της. Με τον καιρό βελτιωθήκαμε και οι δυο τόσο πολύ σ’ αυτό το παιχνίδι που η μεν Τες φαίνεται σαν μια αχνή ασημένια λάμψη καθώς εκτοξεύεται και το χέρι μου από την άλλη τινάζεται τόσο ακαριαία που θυμίζει χτύπημα του μακαρίτη του Μπρου...